μετάδρομος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετάδρομος]], -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει [[πίσω]] από κάποιον, που καταδιώκει κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που εκδικείται για [[κάτι]], ο [[εκδικητής]], ο [[τιμωρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>διά</i>-<i>δρομος</i>, [[παρά]]-<i>δρομος</i>)].
|mltxt=[[μετάδρομος]], -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει [[πίσω]] από κάποιον, που καταδιώκει κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που εκδικείται για [[κάτι]], ο [[εκδικητής]], ο [[τιμωρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>διά</i>-<i>δρομος</i>, [[παρά]]-<i>δρομος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετάδρομος:''' -ον, αυτός που καταδιώκει κάποιον, που παίρνει [[εκδίκηση]] για [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάδρομος Medium diacritics: μετάδρομος Low diacritics: μετάδρομος Capitals: ΜΕΤΑΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: metádromos Transliteration B: metadromos Transliteration C: metadromos Beta Code: meta/dromos

English (LSJ)

ον,

   A running after, pursuing, taking vengeance for, μ. πανουργημάτων κύνες S.El.1387 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 146] nachlaufend, verfolgend, mit dem Nebenbegriff der Rache, von den Erinyen, πανουργημάτων μετάδρομοι κύνες, Soph. El. 1379.

Greek (Liddell-Scott)

μετάδρομος: -ον, ὁ τρέχων κατόπιν, καταδιώκων, ἐκδικούμενος διά τι, τιμωρός, πανουργημάτων κ. κύνες Σοφ. Ἠλ. 1387.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui poursuit surtout à propos de chiens de chasse, gén..
Étymologie: μεταδραμεῖν.

Greek Monolingual

μετάδρομος, -ον (ΑM)
1. αυτός που τρέχει πίσω από κάποιον, που καταδιώκει κάποιον
2. αυτός που εκδικείται για κάτι, ο εκδικητής, ο τιμωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δρόμος (πρβλ. διά-δρομος, παρά-δρομος)].

Greek Monotonic

μετάδρομος: -ον, αυτός που καταδιώκει κάποιον, που παίρνει εκδίκηση για κάτι, με γεν., σε Σοφ.