ὑποφθάνω: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(44) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[φθάνω]]<br /><b>1.</b> [[προφθάνω]], [[προλαβαίνω]]<br /><b>2.</b> [[προηγούμαι]] κάποιου («ὑποφθάσας τοὺς Ῥωμαίους», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=Α [[φθάνω]]<br /><b>1.</b> [[προφθάνω]], [[προλαβαίνω]]<br /><b>2.</b> [[προηγούμαι]] κάποιου («ὑποφθάσας τοὺς Ῥωμαίους», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποφθάνω:''' [ᾰ], αόρ. βʹ <i>ὑπ-έφθην</i>, απαρ. ὑπο-[[φθῆναι]], μτχ. -[[φθάς]], επίσης σε Μέσ. μτχ. -[[φθάμενος]],<br /><b class="num">I.</b> [[σπεύδω]] [[πριν]] από, [[προλαβαίνω]], προφθαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑποφθάμενος κτεῖνεν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[προηγούμαι]] κάποιου σε [[κάτι]], σε Πλούτ. — Μέσ., τὸν ὑποφθαμένη [[φάτο]] μῦθον, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], aor.
A ὑπέφθην A.R.4.307; part. ὑποφθάς Il.7.144; also in Med. aor. part. (v. infr.): later aor. 1 ὑπέφθᾰσα (v. infr.):—haste before, be or get beforehand, ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν getting beforehand he pierced him through the middle, Il.l.c.; ἔγραψεν ὑποφθάσας Plu.Pomp.21:—also in part. Med., κτεῖνεν ὑποφθάμενος Od.4.547. II c. acc., to be beforehand with one, A.R. l.c., Plu. Aem.26, etc.:—Med., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Od.15.171, cf. AP 9.227 (Bianor).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφθάνω: [ᾰ]· ἀόρ. ὑπέφθην, ἀπαρέμφ. ὑποφθῆναι, μετοχ. ὑποφθάς, ὡσαύτως ἐν τῇ μετοχ. τοῦ μέσ. ἀορίστ. (ἴδε κατωτ.)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ ὑπέφθᾰσα. Σπεύδω πρότερον, προλαμβάνω, προφθάνω, ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν, προλαβὼν διετρύπησεν αὐτόν, «προφθάσας, προλαβὼν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 144· ἔγραψεν ὑποφθάσας Πλουτ. Πομπ. 21· οὕτω καὶ ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ μέσου ἀορ. ὑποφθάμενος κτεῖνεν Ὀδ. Δ. 547. ΙΙ. μετ’ αἰτ., προλαμβάνω τινά, εἶμαι πρότερος αὐτοῦ ἔν τινι, τῷ καὶ ὑπέφθη πρός γε βαλὼν ὑπὲρ αὐχένα γαίης Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 307, Πλουτ. Αἰμίλ. 26, κλπ.· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Ὀδ. Ο. 171, πρβλ. Ἀνθ. Π. 227. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε τὸ ῥῆμα φθάνω].
French (Bailly abrégé)
ao. réc. ὑπέφθασα, ao.2 ὑπέφθην;
devancer ou prévenir vivement ; abs. τινα qqn;
Moy. ὑποφθάνομαι (part. ao.2 ὑποφθάμενος) m. sign.
Étymologie: ὑπό, φθάνω.
English (Autenrieth)
aor. 2 part. ὑποφθάς, mid. aor. 2 part. ὑποφθάμενος: be or get beforehand, anticipate.
Greek Monolingual
Α φθάνω
1. προφθάνω, προλαβαίνω
2. προηγούμαι κάποιου («ὑποφθάσας τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ὑποφθάνω: [ᾰ], αόρ. βʹ ὑπ-έφθην, απαρ. ὑπο-φθῆναι, μτχ. -φθάς, επίσης σε Μέσ. μτχ. -φθάμενος,
I. σπεύδω πριν από, προλαβαίνω, προφθαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑποφθάμενος κτεῖνεν, σε Ομήρ. Οδ.
II. με αιτ., προηγούμαι κάποιου σε κάτι, σε Πλούτ. — Μέσ., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον, σε Ομήρ. Οδ.