ἐπήτριμος: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
(13) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπήτριμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[πυκνοϋφασμένος]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[πυκνός]], ο [[ένας]] [[κοντά]] στον [[άλλο]], [[αλλεπάλληλος]] («δράγματα ἐπήτριμα πῑπτον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ήτριον]] «[[στημόνι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιμος</i>]. | |mltxt=[[ἐπήτριμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[πυκνοϋφασμένος]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[πυκνός]], ο [[ένας]] [[κοντά]] στον [[άλλο]], [[αλλεπάλληλος]] («δράγματα ἐπήτριμα πῑπτον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ήτριον]] «[[στημόνι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιμος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπήτρῐμος:''' -ον ([[ἤτριον]]), [[κυρίως]], [[υφαντός]], υφασμένος πάνω σε (παρυφασμένος), [[πυκνά]] συνυφασμένος· [[έπειτα]], [[πυκνός]], [[αλλεπάλληλος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἤτριον) prop.
A woven to, closely woven: hence, generally, close, thronged, πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι torch upon torch, Il.18.211; δράγματα . . ἐ. πῖπτον ἔραζε ib.552; λίην γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι . . πίπτουσι too many one after another, 19.226, cf. A.R. 1.30, etc.: later in sg., κῦμα Q.S.14.248; ὄχλος Opp.C.3.382: neut. pl. as Adv., ib.1.322, al.
German (Pape)
[Seite 921] (ἤτριον, also eigtl. angewebt), dicht an einander, πυρσοὶ ἐπήτριμοι, Fackel an Fackel gedrängt, Il. 18, 211, vgl. 18, 552; von der Zeit, ἔπιπτον ἐπ., schnell nach einander, 19, 226; sp. Ep., wie Ap. Rh. 1, 30. Nach Hesych., wie π υκνός, verständig, v. l. ἐπήτριος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπήτρῐμος: -ον, (ἤτριον) κυρίως μὲν παρυφασμένος, πυκνῶς συνυφασμένος, καθόλου δὲ πυκνός, ἐπάλληλος· πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι Ἰλ. Σ. 211· δράγματα δ’ ἄλλα μετ’ ὄγμον ἐπήτριμα πῖπτον ἔραζε, ἔπιπτον ἀλλεπάλληλα ἐπὶ τῆς γῆς, αὐτόθι 552· λίην γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι... πίπτουσι Τ. 226.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au tissu serré ; dru, pressé, nombreux.
Étymologie: ἐπί, ἤτριον.
English (Autenrieth)
thick together, numerous; πίπτειν, ‘thick and fast,’ Il. 19.226, Il. 18.211, 552.
Greek Monolingual
ἐπήτριμος, -ον (Α)
1. ο πυκνοϋφασμένος
2. γεν. πυκνός, ο ένας κοντά στον άλλο, αλλεπάλληλος («δράγματα ἐπήτριμα πῑπτον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήτριον «στημόνι» + επίθημα -ιμος].
Greek Monotonic
ἐπήτρῐμος: -ον (ἤτριον), κυρίως, υφαντός, υφασμένος πάνω σε (παρυφασμένος), πυκνά συνυφασμένος· έπειτα, πυκνός, αλλεπάλληλος, σε Ομήρ. Ιλ.