μακαρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(23)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[μακαρισμός]]) [[μακαρίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μακαρίζω]], [[καλοτύχισμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι μακαρισμοί</i><br />οι [[οχτώ]] σύντομοι αφορισμοί με τους οποίους αρχίζει η επί του όρους [[ομιλία]] του Ιησού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υπόσχεση]] για [[ευλογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απόδοση]] επαίνων ή ευχαριστιών.
|mltxt=ο (AM [[μακαρισμός]]) [[μακαρίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μακαρίζω]], [[καλοτύχισμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι μακαρισμοί</i><br />οι [[οχτώ]] σύντομοι αφορισμοί με τους οποίους αρχίζει η επί του όρους [[ομιλία]] του Ιησού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υπόσχεση]] για [[ευλογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απόδοση]] επαίνων ή ευχαριστιών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰκᾰρισμός:''' -οῦ, ὁ, [[ανακήρυξη]] κάποιου ως ευτυχισμένου, το [[καλοτύχισμα]], σε Πλάτ., Αριστ.
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκᾰρισμός Medium diacritics: μακαρισμός Low diacritics: μακαρισμός Capitals: ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: makarismós Transliteration B: makarismos Transliteration C: makarismos Beta Code: makarismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pronouncing happy, blessing, Pl.R.591d, Arist.Rh.1367b33, Andronic. Pass.p.570 M., Plu.2.471c; giving praise or thanks, Epicur.Sent. Vat.52, Phld.D.3 Fr.86a.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκᾰρισμός: -οῦ, ὁ, τὸ μακαρίζειν, Πλάτ. Πολ. 591D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de vanter ou d’envier le bonheur d’autrui.
Étymologie: μακαρίζω.

English (Strong)

from μακαρίζω; beatification, i.e. attribution of good fortune: blessedness.

English (Thayer)

μακαρισμου, ὁ (μακαρίζω), declaration of blessedness: λέγειν τόν μακαρισμόν τίνος, to utter a declaration of blessedness upon one, a fuller way of saying μακαρίζειν τινα, to pronounce one blessed, Plato, rep. 9, p. 591d.; (Aristotle, rhet. 1,9, 34); Plutarch, mor., p. 471c.; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ο (AM μακαρισμός) μακαρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μακαρίζω, καλοτύχισμα
2. στον πληθ. οι μακαρισμοί
οι οχτώ σύντομοι αφορισμοί με τους οποίους αρχίζει η επί του όρους ομιλία του Ιησού
μσν.-αρχ.
υπόσχεση για ευλογία
αρχ.
απόδοση επαίνων ή ευχαριστιών.

Greek Monotonic

μᾰκᾰρισμός: -οῦ, ὁ, ανακήρυξη κάποιου ως ευτυχισμένου, το καλοτύχισμα, σε Πλάτ., Αριστ.