σάρισα: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(36) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σάριττα Μ<br />(στην αρχ. Ελλ.) μακρύ [[δόρυ]], μήκους 6 [[περίπου]] μέτρων, από ελαφρό και εύκαμπτο [[ξύλο]], που χρησιμοποιούσαν οι οπλίτες, οι λεγόμενοι [[πεζέταιροι]] της μακεδονικής [[φάλαγγας]], και το οποίο εισήγαγε ο [[πατέρας]] του Μεγάλου Αλεξάνδρου Φίλιππος Β'.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ., άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από κάποιον τ. της μακεδονικής διαλέκτου. Την λ. δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>saris</i>(<i>s</i>)<i>a</i>]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και σάριττα Μ<br />(στην αρχ. Ελλ.) μακρύ [[δόρυ]], μήκους 6 [[περίπου]] μέτρων, από ελαφρό και εύκαμπτο [[ξύλο]], που χρησιμοποιούσαν οι οπλίτες, οι λεγόμενοι [[πεζέταιροι]] της μακεδονικής [[φάλαγγας]], και το οποίο εισήγαγε ο [[πατέρας]] του Μεγάλου Αλεξάνδρου Φίλιππος Β'.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ., άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από κάποιον τ. της μακεδονικής διαλέκτου. Την λ. δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>saris</i>(<i>s</i>)<i>a</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σάρῑσα:''' ή -ισσα, ἡ, [[σάρισσα]], μακρύ [[δόρυ]], [[λόγχη]] που χρησιμοποιείται στη Μακεδονική [[φάλαγγα]], σε Πολύβ. (ξέν. [[λέξη]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A sarissa, a long pike used in the Macedonian phalanx, Thphr.HP3.12.2, Plb.2.69.9, 18.29.2, etc. (Freq. written σάρισσα, OvId.Metam.12.466, Lucan.8.298; but σάρισα appears in most of the best codd. of Plb.2.69, etc., and is recognized by Hdn.Gr.1.267.)
Greek (Liddell-Scott)
σάρῑσα: ἡ, μακρὸν δόρυ ἐν χρήσει ἐν τῇ Μακεδονικῇ φάλαγγι, λόγχη μακρά, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 2, Πολύβ. 2. 69, 18, κτλ., ἴδε ἐπὶ πᾶσι 18. 12. Κοινῶς φέρεται σάρισσα, ἐξ ἀγνοίας ὅτι τὸ ι εἶναι φύσει μακρόν, ἴδε Ὀβίδ. Μεταμορφ. 12. 466, Lucan. 8. 298· πρβλ. Λάρισα· ἀλλ’ ὑπάρχει ἡ διάφορ. γραφ. σάρισα ἐν τῷ κειμένῳ τῶν πλείστων ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἴδε Schwigh. εἰς Πολύβ. 2. 69), καὶ ὁ τύπος οὗτος ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ κανόνος τοῦ Χοιροβοσκ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 236· παρὰ τοῖς Βυζ. σάριττα.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sarisse, lance macédonienne de 14 à 16 pieds de long.
Étymologie: DELG mot macéd.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σάριττα Μ
(στην αρχ. Ελλ.) μακρύ δόρυ, μήκους 6 περίπου μέτρων, από ελαφρό και εύκαμπτο ξύλο, που χρησιμοποιούσαν οι οπλίτες, οι λεγόμενοι πεζέταιροι της μακεδονικής φάλαγγας, και το οποίο εισήγαγε ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου Φίλιππος Β'.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από κάποιον τ. της μακεδονικής διαλέκτου. Την λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. saris(s)a].
Greek Monotonic
σάρῑσα: ή -ισσα, ἡ, σάρισσα, μακρύ δόρυ, λόγχη που χρησιμοποιείται στη Μακεδονική φάλαγγα, σε Πολύβ. (ξέν. λέξη).