κατακράζω: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακράζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[φωνάζω]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξεπερνώ]] κάποιον στις κραυγές («κατακεκράξομαί σε κράζων», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[κατακράζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[φωνάζω]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξεπερνώ]] κάποιον στις κραυγές («κατακεκράξομαί σε κράζων», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακράζω:''' μέλ. -[[κεκράξομαι]], [[καταβάλλω]] με κραυγές, [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] στις κραυγές, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακράζω Medium diacritics: κατακράζω Low diacritics: κατακράζω Capitals: ΚΑΤΑΚΡΑΖΩ
Transliteration A: katakrázō Transliteration B: katakrazō Transliteration C: katakrazo Beta Code: katakra/zw

English (LSJ)

fut. -κεκράξομαι,

   A cry down, outdo in crying, Ar.Eq.287.

German (Pape)

[Seite 1356] (s. κράζω), nieder-, überschreien, τινά, κατακεκράξομαί σε κράζων Ar. Equ. 287.

Greek (Liddell-Scott)

κατακράζω: μέλλ. -κεκράξομαι, διὰ κραυγῶν καταβάλλω, ὑπερτερῶ ἐν τῷ κράζειν, κατακεκράξομαί σε κράζων Ἀριστοφ. Ἱππ. 287, πρβλ., καταβοῶ τινα αὐτόθι 6. 2) μετὰ γεν., κατέκραζε τὸ πλῆθος Ἰωάννου Ἰω. Μαλ. 475, 3. 3) διὰ τῶν κραυγῶν ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», ψάλλειν οὐ κατακράζειν Εὐστ.

French (Bailly abrégé)

1 assourdir de ses cris;
2 effrayer par ses cris.
Étymologie: κατά, κράζω.

Greek Monolingual

κατακράζω (AM)
μσν.
φωνάζω εναντίον κάποιου
αρχ.
ξεπερνώ κάποιον στις κραυγές («κατακεκράξομαί σε κράζων», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

κατακράζω: μέλ. -κεκράξομαι, καταβάλλω με κραυγές, υπερτερώ, υπερέχω στις κραυγές, σε Αριστοφ.