Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡδυπάθεια: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἡδυπάθεια]]) [[ηδυπαθής]]<br />[[απόλαυση]], [[διασκέδαση]], ευχάριστη ζωή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ηδονική ζωή, [[φιληδονία]], [[τάση]] και [[ροπή]] [[προς]] τις σαρκικές απολαύσεις<br /><b>2.</b> [[νωχέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Ἡδυπάθεια</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αρχεστράτου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἡδυπάθειαι</i><br />οι λιχουδιές, τα πικάντικα φαγητά.
|mltxt=η (AM [[ἡδυπάθεια]]) [[ηδυπαθής]]<br />[[απόλαυση]], [[διασκέδαση]], ευχάριστη ζωή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ηδονική ζωή, [[φιληδονία]], [[τάση]] και [[ροπή]] [[προς]] τις σαρκικές απολαύσεις<br /><b>2.</b> [[νωχέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Ἡδυπάθεια</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αρχεστράτου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἡδυπάθειαι</i><br />οι λιχουδιές, τα πικάντικα φαγητά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡδυπάθεια:''' ἡ ([[ἡδυπαθής]]), ευάρεστη [[ζωή]], [[απόλαυση]], [[τρυφή]], [[πολυτέλεια]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠπάθεια Medium diacritics: ἡδυπάθεια Low diacritics: ηδυπάθεια Capitals: ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: hēdypátheia Transliteration B: hēdypatheia Transliteration C: idypatheia Beta Code: h(dupa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,

   A pleasant living, luxury, X.Cyr.7.5.74, Hp.Ep. 17, Plu.2.6b, al., Sor.1.34, Luc.DMort.10.8: in pl., Ath.4.165e, Just.Nov.105.1; title of work by Archestratus, Ath.1.4e.

German (Pape)

[Seite 1154] ἡ, Wohlbehagen, Xen. Cyr. 7, 5, 74; Ath. II, 40 c u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυπάθεια: ἡ, εὐαρεστος ζωή, ἀπόλαυσις, τρυφή, οἳ νομίζουσι τὸ μὲν πονεῖν ἀθλιώτατον, τὸ δ’ ἀπόνως βιοτεύειν ἡδυπάθειαν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 74.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vie de jouissance, mollesse.
Étymologie: ἡδυπαθής.

Greek Monolingual

η (AM ἡδυπάθεια) ηδυπαθής
απόλαυση, διασκέδαση, ευχάριστη ζωή
νεοελλ.
1. ηδονική ζωή, φιληδονία, τάση και ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις
2. νωχέλεια
αρχ.
1. ως κύρ. όν. Ἡδυπάθεια
τίτλος έργου του Αρχεστράτου
2. στον πληθ. αἱ ἡδυπάθειαι
οι λιχουδιές, τα πικάντικα φαγητά.

Greek Monotonic

ἡδυπάθεια: ἡ (ἡδυπαθής), ευάρεστη ζωή, απόλαυση, τρυφή, πολυτέλεια, σε Ξεν.