σαγή: Difference between revisions
(36) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για [[ίππευση]], για [[ζεύξη]] ή για [[φόρτωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φορτίο]] τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («[[αὐτόφορτος]] οἰκείᾳ σαγῇ» — μεταφέροντας ο [[ίδιος]] τις αποσκευές του, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδοιπορικός]] [[σάκος]], δισάκι<br /><b>3.</b> σκεύη, έπιπλα<br /><b>4.</b> [[οπλισμός]] («καὶ καλλίστῃ σαγῇ διακεκοσμημένος», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[σάγμα]], [[σαμάρι]]<br /><b>6.</b> [[καθετί]] που γεμίζει το [[σάγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[γεμίζω]], [[στοιβάζω]]» (για το θ. <i>σαγ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σάττω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ταγ</i>-<i>ή</i>)]. | |mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για [[ίππευση]], για [[ζεύξη]] ή για [[φόρτωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φορτίο]] τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («[[αὐτόφορτος]] οἰκείᾳ σαγῇ» — μεταφέροντας ο [[ίδιος]] τις αποσκευές του, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδοιπορικός]] [[σάκος]], δισάκι<br /><b>3.</b> σκεύη, έπιπλα<br /><b>4.</b> [[οπλισμός]] («καὶ καλλίστῃ σαγῇ διακεκοσμημένος», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[σάγμα]], [[σαμάρι]]<br /><b>6.</b> [[καθετί]] που γεμίζει το [[σάγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[γεμίζω]], [[στοιβάζω]]» (για το θ. <i>σαγ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σάττω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ταγ</i>-<i>ή</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σαγή:''' [ᾰ], ἡ ([[σάττω]]),<br /><b class="num">I.</b> αποσκευές ενός ανθρώπου, φορτίο που περιέχει τα προσωπικά του αντικείμενα, [[αὐτόφορτος]] οἰκεία [[σάγη]], δηλ. κουβαλώντας τις δικές του αποσκευές, σε Αισχύλ.· γενικά, [[ιπποσκευή]], [[οπλισμός]], [[εξοπλισμός]], στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σάγμα]] II, [[σαμάρι]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, a man's
A pack, baggage, αὐτόφορτος οἰκεία σαγῇ, i.e. carrying his own baggage, etc., A.Ch.675; scrip, wallet, knapsack, Ion Trag.7: then, generally, harness, furniture, equipment, παντελῆ σαγὴν ἔχων A.Ch.560, cf. E.Rh.207; τοξήρης σ. Id.HF188; esp. armour, harness, S.Fr.1092 (prob.), cf. Ar.Fr.848, Men.1061, LXX 2 Ma.3.25; also in pl., φεράσπιδες σαγαί A.Pers.240 (troch.), cf. Th. 125 (lyr.), 391. II later,= σάγμα 11, pack-saddle, PGoodsp.Cair.30 xxxviii 16 (ii A.D.), Babr.7.12, Poll.1.185, 10.54; καμήλου J.AJ1.19.10; also the padding of a saddle, Str.15.1.20. (From σάττω: hence πανσαγία or πασσαγία.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.309.)
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
το σύνολο τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για ίππευση, για ζεύξη ή για φόρτωση
αρχ.
1. το φορτίο τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ» — μεταφέροντας ο ίδιος τις αποσκευές του, Αισχύλ.)
2. οδοιπορικός σάκος, δισάκι
3. σκεύη, έπιπλα
4. οπλισμός («καὶ καλλίστῃ σαγῇ διακεκοσμημένος», ΠΔ)
5. σάγμα, σαμάρι
6. καθετί που γεμίζει το σάγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σαγ- βλ. λ. σάττω) + κατάλ. -ή (πρβλ. ταγ-ή)].
Greek Monotonic
σαγή: [ᾰ], ἡ (σάττω),
I. αποσκευές ενός ανθρώπου, φορτίο που περιέχει τα προσωπικά του αντικείμενα, αὐτόφορτος οἰκεία σάγη, δηλ. κουβαλώντας τις δικές του αποσκευές, σε Αισχύλ.· γενικά, ιπποσκευή, οπλισμός, εξοπλισμός, στον ίδ., σε Ευρ.
II. = σάγμα II, σαμάρι, σε Βάβρ.