μισθωτικός: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(25) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μισθωτικός]], -ή, -όν) [[μισθωτής]] / [[μισθωτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη [[μίσθωση]] («μισθωτικοί όροι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μισθωτική</i><br />το [[επάγγελμα]] που αποφέρει [[μισθό]], το [[επάγγελμα]] του μισθωτού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισθωτικόν</i><br />[[εισφορά]] σε [[χρήμα]] ή σε [[είδος]], η οποία καταβαλλόταν από τον ενοικιαστή ενός κτήματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μισθωτικώς</i> (Μ)<br />με μισθωτικό τρόπο, με [[μίσθωση]]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μισθωτικός]], -ή, -όν) [[μισθωτής]] / [[μισθωτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη [[μίσθωση]] («μισθωτικοί όροι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μισθωτική</i><br />το [[επάγγελμα]] που αποφέρει [[μισθό]], το [[επάγγελμα]] του μισθωτού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισθωτικόν</i><br />[[εισφορά]] σε [[χρήμα]] ή σε [[είδος]], η οποία καταβαλλόταν από τον ενοικιαστή ενός κτήματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μισθωτικώς</i> (Μ)<br />με μισθωτικό τρόπο, με [[μίσθωση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μισθωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην ή προορίζεται για [[ενοικίαση]]· ἡ [[μισθωτική]] = μισθαρνική, το [[επάγγελμα]] του μισθωτού [[εργάτη]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for letting out: ἡ μισθωτική, = μισθαρνητική, mercenary trade, Pl.R.346b; connected with letting, τράπεζα PLond.3.932.2 (iii A.D.). Adv. -κῶς Eust.1695.36. II Subst. μισθωτικόν, τό, contribution in money or kind made by a tenant, PFlor.85.16 (i A.D.), PAmh.2.88.26 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 191] zum Vermiethen, zum Lohndienst gehörig, ἡ μισθωτικὴ τέχνη, Lohndienst, Plat. Rep. I, 346 ab. – Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μισθωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μίσθωσιν, εἰς ἐνοικίασιν· ― ἡ μισθωτική, = μισθαρνική, ἐπάγγελμα μισθωτοῦ, Πλάτ. Πολ. 346Α κἑξ. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1695. 36.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ μισθωτικός, -ή, -όν) μισθωτής / μισθωτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη μίσθωση («μισθωτικοί όροι»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθωτική
το επάγγελμα που αποφέρει μισθό, το επάγγελμα του μισθωτού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθωτικόν
εισφορά σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβαλλόταν από τον ενοικιαστή ενός κτήματος.
επίρρ...
μισθωτικώς (Μ)
με μισθωτικό τρόπο, με μίσθωση.
Greek Monotonic
μισθωτικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην ή προορίζεται για ενοικίαση· ἡ μισθωτική = μισθαρνική, το επάγγελμα του μισθωτού εργάτη, σε Πλάτ.