ὀνείδειος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(29)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνείδειος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ονειδιστικός]], [[εξυβριστικός]]<br /><b>2.</b> [[εξευτελιστικός]], [[ταπεινωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παίδ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=[[ὀνείδειος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ονειδιστικός]], [[εξυβριστικός]]<br /><b>2.</b> [[εξευτελιστικός]], [[ταπεινωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παίδ</i>-<i>ειος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀνείδειος:''' -ον ([[ὄνειδος]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[καταφρονητικός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αξιοκαταφρόνητος]], [[άτιμος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνείδειος Medium diacritics: ὀνείδειος Low diacritics: ονείδειος Capitals: ΟΝΕΙΔΕΙΟΣ
Transliteration A: oneídeios Transliteration B: oneideios Transliteration C: oneideios Beta Code: o)nei/deios

English (LSJ)

ον,

   A reproachful, ὀνειδείοις ἐπέεσσι with words of reproach, Il.1.519, etc. ; once in Od., 18.326 ; ὀ. μῦθος Il.21.393.    2 dishonourable, ψωμὸς ὀ., of the fruits of begging, AP9.573 (Ammian.).

German (Pape)

[Seite 345] ον, schimpfend, tadelnd; ὀνειδείοις ἐπέεσσι, mit Schimpf- oder Schmähworten, Od. 18, 326; oft in der ll., auch μῦθος ὀν., Il. 21, 393. 471; einzeln bei sp. D., ψωμός, Ammian. 25 (IX, 573).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνείδειος: -ον, ὀνειδιστικός, ὀνείδους πλήρης, ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον ἅπαξ, Σ 326 οὕτω. μῦθος ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὄνειδος.

English (Autenrieth)

(ὄνειδος): reproachful; μῦθος. ἔπεα, and without ἔπος, Il. 22.497.

Greek Monolingual

ὀνείδειος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ονειδιστικός, εξυβριστικός
2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειδος + κατάλ. -ειος (πρβλ. παίδ-ειος)].

Greek Monotonic

ὀνείδειος: -ον (ὄνειδος),·
1. καταφρονητικός, σε Όμηρ.
2. αξιοκαταφρόνητος, άτιμος, σε Ανθ.