νησιώτης: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και νησώτης, ο, θηλ. -ισσα (ΑΜ [[νησιώτης]], Α δωρ. τ. [[νασιώτας]], Α θηλ. νησιῶτις)<br />αυτός που κατοικεί ή γεννήθηκε σε [[νησί]] ή κατάγεται από [[νησί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[κολυμβητής]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> α) [[νησιωτικός]]<br />β) αυτός που μοιάζει με [[νησί]]<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος και του Διονύσου στη [[Λοκρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i>, [[κατά]] τα <i>ιδ</i>-<i>ιώτης</i>, <i>στρατ</i>-<i>ιώτης</i>]. | |mltxt=και νησώτης, ο, θηλ. -ισσα (ΑΜ [[νησιώτης]], Α δωρ. τ. [[νασιώτας]], Α θηλ. νησιῶτις)<br />αυτός που κατοικεί ή γεννήθηκε σε [[νησί]] ή κατάγεται από [[νησί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[κολυμβητής]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> α) [[νησιωτικός]]<br />β) αυτός που μοιάζει με [[νησί]]<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος και του Διονύσου στη [[Λοκρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i>, [[κατά]] τα <i>ιδ</i>-<i>ιώτης</i>, <i>στρατ</i>-<i>ιώτης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νησιώτης:''' -ου, ὁ ([[νῆσος]]), θηλ. -ῶτις, -ιδος· Δωρ. νᾱσ-,<br /><b class="num">I.</b> [[κάτοικος]] νησιού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που ανήκει ή βρίσκεται σε [[νησί]], [[νησιωτικός]], σε Ηρόδ., Ευρ.· [[νησιῶτις]] [[πέτρα]], [[βράχος]] που βρίσκεται σε [[νησί]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. νᾱσιωτᾱς, ου, ὁ, fem. -ῶτις, ιδος,
A islander, Pi.P. 10.47, Hdt.1.27, 143, Ar.Pax298, Th.5.97, etc. 2 metaph., of a swimmer, Tim.Pers.44. II as Adj., insular, λαὸς νασιώτας Pi.P. 9.55; ν. βίος E.Heracl.84; νησιώτιδες πόλεις insular cities, Hdt.7.22; νησιῶτις πέτρα an island rock, A.Pers.390; ἑστία S.Tr.658 (lyr.): also with a neut. Subst., νησιώτῃ μειρακίῳ Luc.Dom.3. 2 epith. of Apollo in Locris, BCH46.446; of Dionysus, Ath.Mitt.29.169 (Pergam.).
Greek (Liddell-Scott)
νησιώτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, ιδος, Δωρ. νᾶσ-, κάτοικος νήσου, Πινδ. Π. 10. 75, Ἡρόδ. 1. 27. 143, Ἀριστοφ. Εἰρ. 298, Θουκ. 5, 97, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. νησιωτικός, νασιώτης λαὸς Πινδ. Π. 9. 93· ν. βίος Εὐρ. Ἡρακλ. 84· νησιώτιδες πόλεις, ἐπὶ νήσου κείμεναι, Ἡρόδ. 7. 22· νησιῶτις πέτρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 390· ἑστία Σοφ. Τρ. 658. - Ἡ δοτ. καὶ μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., νησιώτῃ μειρακίῳ Λουκ. π. Οἴκου 3.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui réside ou situé dans une île, insulaire.
Étymologie: νῆσος.
Greek Monolingual
και νησώτης, ο, θηλ. -ισσα (ΑΜ νησιώτης, Α δωρ. τ. νασιώτας, Α θηλ. νησιῶτις)
αυτός που κατοικεί ή γεννήθηκε σε νησί ή κατάγεται από νησί
αρχ.
1. μτφ. κολυμβητής
2. ως επίθ. α) νησιωτικός
β) αυτός που μοιάζει με νησί
3. προσωνυμία του Απόλλωνος και του Διονύσου στη Λοκρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. -ιώτης, κατά τα ιδ-ιώτης, στρατ-ιώτης].
Greek Monotonic
νησιώτης: -ου, ὁ (νῆσος), θηλ. -ῶτις, -ιδος· Δωρ. νᾱσ-,
I. κάτοικος νησιού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
II. ως επίθ., αυτός που ανήκει ή βρίσκεται σε νησί, νησιωτικός, σε Ηρόδ., Ευρ.· νησιῶτις πέτρα, βράχος που βρίσκεται σε νησί, σε Αισχύλ.