ἔγχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔγχαλκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο [[πλούσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγοράζεται με χρήματα.
|mltxt=[[ἔγχαλκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο [[πλούσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγοράζεται με χρήματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔγχαλκος:''' -ον, αυτός που περιέχει χαλκό· [[πλούσιος]] σε χαλκό, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγχαλκος Medium diacritics: ἔγχαλκος Low diacritics: έγχαλκος Capitals: ΕΓΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: énchalkos Transliteration B: enchalkos Transliteration C: egchalkos Beta Code: e)/gxalkos

English (LSJ)

ον,

   A in or with brass: moneyed, rich, AP11.425.    II for sale, Ath. 13.584e.    III with a flavour of copper, Dsc.5.103.

German (Pape)

[Seite 712] mit Geld versehen; γραῖα Ep. ad. 87 (IX, 425); μαστιγίας Men. monost. 365. Aber bei Ath. XIII, 584 e = für Geld käuflich.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχαλκος: -ον, ὁ ἔχων χαλκόν, ἔχων χρήματα, πλούσιος, πᾶσα ἔγχαλκος γραῖα πλουσία ἐστὶ σορὸς Ἀνθ. Π. 11. 425. ΙΙ. διὰ χρημάτων ὠνητός, ὤνιος, Ἀθήν. 584Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 mêlé de cuivre ; qui a un goût de cuivre;
2 qui a de l’argent;
3 qui s’achète avec de l’argent.
Étymologie: ἐν, χαλκός.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. adinerado μαστιγία<ς> ἔγχαλκος ἀφόρητον κακόν un bribón digno de azotes adinerado es un mal insufrible Men.Mon.492, γραῖα AP 11.425.
2 de cosas que se paga con dinero, que está a la venta ᾠά Ath.584e.
II 1con sabor a cobre un mineral cuprífero, Dsc.5.103, Orib.13δ.
2 cuprífero Σαρδιανὸς μόλιβδος Anon.Alch.377.14.

Greek Monolingual

ἔγχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο πλούσιος
2. αυτός που αγοράζεται με χρήματα.

Greek Monotonic

ἔγχαλκος: -ον, αυτός που περιέχει χαλκό· πλούσιος σε χαλκό, σε Ανθ.