ὀλιγόπιστος: Difference between revisions
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
(28) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λιγόπιστος]], -η, -ο (ΑΜ [[ὀλιγόπιστος]], -ον)<br />αυτός που έχει λίγη [[πίστη]], αυτός του οποίου εύκολα κλονίζεται η [[πίστη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[εμπιστοσύνη]] στους άλλους, [[δύσπιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[πιστός]]]. | |mltxt=και [[λιγόπιστος]], -η, -ο (ΑΜ [[ὀλιγόπιστος]], -ον)<br />αυτός που έχει λίγη [[πίστη]], αυτός του οποίου εύκολα κλονίζεται η [[πίστη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[εμπιστοσύνη]] στους άλλους, [[δύσπιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[πιστός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλιγόπιστος:''' -ον, αυτός που διαθέτει λίγη [[πίστη]], [[λιγόπιστος]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of little faith, Ev.Matt.8.26, al., Sext.Sent. 6.
German (Pape)
[Seite 321] mit wenigem Glauben, kleingläubig, Matth. 6, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόπιστος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγην πίστιν, Εὐάγγ. κ. Ματθ. η΄, 26, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a peu de foi, de peu de foi.
Étymologie: ὀλίγος, πίστις.
English (Strong)
from ὀλίγος and πίστις; incredulous, i.e. lacking confidence (in Christ): of little faith.
English (Thayer)
ὀλιγοπιστου, ὁ, ἡ (ὀλίγος and πίστις), of little faith, trusting too little: Luke 12:28. (Not found in secular authors)
Greek Monolingual
και λιγόπιστος, -η, -ο (ΑΜ ὀλιγόπιστος, -ον)
αυτός που έχει λίγη πίστη, αυτός του οποίου εύκολα κλονίζεται η πίστη
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, δύσπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πιστός].
Greek Monotonic
ὀλιγόπιστος: -ον, αυτός που διαθέτει λίγη πίστη, λιγόπιστος, σε Καινή Διαθήκη