Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ταχύμορος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που πεθαίνει [[γρήγορα]], [[βραχύβιος]] («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται [[κλέος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόρος]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>μορος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που πεθαίνει [[γρήγορα]], [[βραχύβιος]] («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται [[κλέος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόρος]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>μορος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχύμορος:''' -ον, αυτός που πεθαίνει [[γρήγορα]], [[βραχύβιος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠμορος Medium diacritics: ταχύμορος Low diacritics: ταχύμορος Capitals: ΤΑΧΥΜΟΡΟΣ
Transliteration A: tachýmoros Transliteration B: tachymoros Transliteration C: tachymoros Beta Code: taxu/moros

English (LSJ)

ον,

   A quickly dying, short-lived, κλέος A.Ag.486 (lyr.): also τᾰχῠ-μόριος, Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.264 (Phrygia, iii A.D.): and τᾰχῠ-μοιρος, Epigr.Gr.365 (Cotiaeum), 367 (ibid.), Supp.Epigr.6.159.17 (Phrygia, iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1076] von kurzem Schicksal oder Leben, Aesch. Ag. 473.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύμορος: -ον, ὁ ταχέως ἀποθνήσκων, βραχύβιος, κλέος Αἰσχύλ. Ἀγ. 486· ὡσαύτως ταχύμοιρος, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3827hh, 3857m.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la destinée et courte, qui vit ou qui dure peu.
Étymologie: ταχύς, μόρος¹.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -μορος (< μόρος), πρβλ. κακό-μορος].

Greek Monotonic

τᾰχύμορος: -ον, αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος, σε Αισχύλ.