κατάπλεος: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάπλεος]], -ον και αττ. τ. [[κατάπλεως]], -ων (Α)<br /><b>1.</b> εντελώς [[γεμάτος]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] ρύπους, [[ρυπαρός]], κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ [[γένειον]] καὶ αἵματος», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεος</i> / -<i>πλεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εκ</i>-<i>πλεος</i>, [[περί]]-<i>πλεως</i>].
|mltxt=[[κατάπλεος]], -ον και αττ. τ. [[κατάπλεως]], -ων (Α)<br /><b>1.</b> εντελώς [[γεμάτος]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] ρύπους, [[ρυπαρός]], κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ [[γένειον]] καὶ αἵματος», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεος</i> / -<i>πλεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εκ</i>-<i>πλεος</i>, [[περί]]-<i>πλεως</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάπλεος:''' -ον, Αττ. -πλεως, <i>-ων</i>, γεν. <i>-ω</i>, εντελώς [[γεμάτος]], [[πλήρης]], <i>τινος</i>, ενός πράγματος· μολυσμένος, [[μιαρός]], [[ακάθαρτος]], κηλιδωμένος, λεκιασμένος, λερωμένος με [[κάτι]], γῆς [[κατάπλεως]] καὶ αἵματος, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλεος Medium diacritics: κατάπλεος Low diacritics: κατάπλεος Capitals: ΚΑΤΑΠΛΕΟΣ
Transliteration A: katápleos Transliteration B: katapleos Transliteration C: katapleos Beta Code: kata/pleos

English (LSJ)

ον, Att. κατα-πλέως, ων, gen. ω.

   A quite full, τινος of a thing, Ph.2.568, Plu.2.498f: fouled, stained with, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος X.Cyr.8.3.30, cf. IG4.952.44 (Epid.); [πηλῷ] D.H.1.79: c. dat., filled with, λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κ. Thphr.Sign. 42; Χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων App.Pun.117.

German (Pape)

[Seite 1370] auch 3 End., att. κατάπλεως, ων, ganz angefüllt, τινός, Plut. u. a. Sp., auch τινί, χωρίον ὀχετοῖς βαθέσι κατάπλεων App. Pun. 117. – Auch = voll, beschmutzt, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Xen. Cyr. 8, 3, 30; vgl. Plut. Pyrrh. 28; D. Hal. 1, 79.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, γεν.-ω·- ἐντελῶς πλήρης, τινος Πλούτ. 2, 498Ε· κατάπλεα θηρίων ὄρη Πολυδ. Ε΄, 13· γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Ξεν. Κύρ. 8, 3, 38· πηλοῦ Δίων Ἀλ. 1, 79·- μετὰ δοτ., χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων Ἀππ. Καρχηδ. 117.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
complètement rempli.
Étymologie: κατά, πλέος.

Greek Monolingual

κατάπλεος, -ον και αττ. τ. κατάπλεως, -ων (Α)
1. εντελώς γεμάτος από κάτι
2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ-πλεος, περί-πλεως].

Greek Monotonic

κατάπλεος: -ον, Αττ. -πλεως, -ων, γεν. , εντελώς γεμάτος, πλήρης, τινος, ενός πράγματος· μολυσμένος, μιαρός, ακάθαρτος, κηλιδωμένος, λεκιασμένος, λερωμένος με κάτι, γῆς κατάπλεως καὶ αἵματος, σε Ξεν.