εἰρωνικός: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰρωνικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται για [[ειρωνεία]], [[περιπαικτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσποιητός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰρωνικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται για [[ειρωνεία]], [[περιπαικτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσποιητός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰρωνικός:''' -ή, -όν ([[εἴρων]]), [[υποκρισία]], [[δηλώνω]] προσποιητή, ψεύτικη [[άγνοια]], σε Πλάτ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρωνικός Medium diacritics: εἰρωνικός Low diacritics: ειρωνικός Capitals: ΕΙΡΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: eirōnikós Transliteration B: eirōnikos Transliteration C: eironikos Beta Code: ei)rwniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A dissembling: hence, hollow, insincere, Pl.Sph. 268a; τὸ εἰ. εἶδος Id.Lg.908e; εἰρωνικόν τι ὑπομειδιάσας Hld.10.14. Adv. -κῶς mockingly, Ar.V.174, Pl.Smp.218d, etc.

German (Pape)

[Seite 736] ironisch; μιμητής Plat. Soph. 268 a; τὸ εἰρωνικόν, Heuchelei, Legg. X, 908 e. – Adv., Ar. Vesp. 174; λέγειν, Plat. Conv. 218 d u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρωνικός: -ή, -όν, προσποιούμενος, ὑποκρινόμενος, Πλάτ. Σοφ. 268Α· τὸ εἰρωνικὸν = εἰρωνεία, ὁ αὐτ. Νόμ. 908Ε. ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστοφ. Σφ. 174, Πλάτ. Συμπ. 218D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui fait l’ignorant ; τὸ εἰρωνικόν l’ignorance feinte, la dissimulation.
Étymologie: εἴρων.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que actúa con simulación o falsedad, simulador εἰ. μιμητής de los sofistas, Pl.Sph.268a, cf. Lg.908e
subst. τὸ εἰ. modestia fingida, en sent. posit. σχεδ[ὸν] δὲ καὶ πᾶν τὸ εἰ. μεγαλοπρεπές ret. en POxy.410.122.
2 irónico τὸ τῆς ... φιλοσοφίας ἦθος οὐ κοινὸν οὐδὲ εἰρωνικόν de Dion de Prusa, Philostr.VS 487, ἔπαινος Sch.Er.Il.5.277, cf. 7.189-190
neutr. como adv. irónicamente γελάσας οὖν εἰρωνικόν ... εἶπεν Hld.3.7.2, cf. 10.14.6
burlón εἰρωνικοῖς τοῖς νεύμασιν Hld.10.31.4, τὸ βωμολοχικὸν καὶ εἰρωνικόν (ἦθος) del mono, Adam.2.2.
II adv. -ῶς
1 con disimulo, haciéndose el inocente οἵαν πρόφασιν καθῆκεν, ὡς εἰ. Ar.V.174.
2 irónicamente, con ironía rayana en la burla μάλ' εἰ. ... ἔλεξεν ref. a Sócrates, Pl.Smp.218d, cf. Aesop.250.3, Anon.Hier.Luc.31.81, γελάσας πάνυ εἰ. D.Chr.15.10, cf. 53.5, Dam.in Phlb.23.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM εἰρωνικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που λέγεται για ειρωνεία, περιπαικτικός
αρχ.
προσποιητός.

Greek Monotonic

εἰρωνικός: -ή, -όν (εἴρων), υποκρισία, δηλώνω προσποιητή, ψεύτικη άγνοια, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.