κλυτοεργός: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλυτοεργός]], -όν (Α)<br />[[ονομαστός]] για τα έργα του ή για την [[τέχνη]] του, [[κλυτοτέχνης]] («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιερο</i>-<i>εργός</i>, <i>φυτο</i>-<i>εργός</i>]. | |mltxt=[[κλυτοεργός]], -όν (Α)<br />[[ονομαστός]] για τα έργα του ή για την [[τέχνη]] του, [[κλυτοτέχνης]] («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιερο</i>-<i>εργός</i>, <i>φυτο</i>-<i>εργός</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλῠτοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[περίφημος]], [[ξακουστός]] για την [[εργασία]] του, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
όν,
A making κλυτὰ ἔργα: hence, = κλυτοτέχνης, epith. of Hephaestus, Od. 8.345; Τύχη AP10.64 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1457] berühmt durch schöne Werke, berühmter Künstler; Hephästus, Od. 8, 345; Τύχη, Agath. 65 (X, 64).
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτοεργός: -όν, (*ἔργω), περίφημος διὰ τὴν ἐργασίαν του, διὰ τὴν τέχνην του, ἑπομένως συνώνυμον τῷ κλυτοτέχνης, ἐπίθ, τοῦ Ἡφαίστου, Ὀδ. Θ. 345· Τύχη Ἀνθ. Π. 10. 64.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
célèbre par ses ouvrages ou son talent.
Étymologie: κλυτός, ἔργον.
Greek Monolingual
κλυτοεργός, -όν (Α)
ονομαστός για τα έργα του ή για την τέχνη του, κλυτοτέχνης («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -εργός (< ἔργον), πρβλ. ιερο-εργός, φυτο-εργός].
Greek Monotonic
κλῠτοεργός: -όν (*ἔργω), περίφημος, ξακουστός για την εργασία του, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.