ἀπόλαυσμα: Difference between revisions

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόλαυσμα]], το (Α)<br />η [[απόλαυση]].
|mltxt=[[ἀπόλαυσμα]], το (Α)<br />η [[απόλαυση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόλαυσμα:''' -ατος, τό, [[απόλαυση]], [[τέρψη]], σε Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 20:23, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλαυσμα Medium diacritics: ἀπόλαυσμα Low diacritics: απόλαυσμα Capitals: ΑΠΟΛΑΥΣΜΑ
Transliteration A: apólausma Transliteration B: apolausma Transliteration C: apolafsma Beta Code: a)po/lausma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A enjoyment, Aeschin.Ep.5.4 (pl.), J.AJ18.6.10, Plu.2.125d, Aem.28.

German (Pape)

[Seite 310] τό, das Genossene, der Genuß, Aesch. Ep. 5, 4 Plut. Aem. Paull. 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλαυσμα: -ατος, τό, ἀπόλαυσις, Αἰσχίν. 733. 1, Πλούτ. 2. 125C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jouissance.
Étymologie: ἀπολαύω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
disfrute, goce c. gen. συῶν τε ἀγρίων καὶ δορκάδων Aeschin.Ep.5.4, abs. οὔτε κτῆμα οὔτε ἀπόλαυσμα (μένει) E.Ep.4.35, ἀπολαύσματι χρῆσθαι I.AI 18.227, cf. Plu.2.125c, Aem.28.

Greek Monolingual

ἀπόλαυσμα, το (Α)
η απόλαυση.

Greek Monotonic

ἀπόλαυσμα: -ατος, τό, απόλαυση, τέρψη, σε Αισχίν.