ἀνοικοδομέω: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(T22) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἀνοικοδόμω: [[future]] ἀνοικοδομήσω; to [[build]] [[again]] (Vulg. reaedifico): [[Thucydides]] 1,89, 3); Diodorus 11,39; [[Plutarch]], Themistius, 19; Cam. 31; Herodian, 8,2, 12 (5, Bekker edition).) | |txtha=ἀνοικοδόμω: [[future]] ἀνοικοδομήσω; to [[build]] [[again]] (Vulg. reaedifico): [[Thucydides]] 1,89, 3); Diodorus 11,39; [[Plutarch]], Themistius, 19; Cam. 31; Herodian, 8,2, 12 (5, Bekker edition).) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χτίζω]], [[ανοικοδομώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιτειχίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτίζω]] εκ νέου, επανοικοδομώ, σε Θουκ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A build up, τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ . . ἀνοικοδόμηδε πλίνθοισι Hdt.1.186. 2 wall up, λαύρας καιναῖς πλίνθοισιν ἀ. Ar.Pax100; θύραν Lycurg.128; πύλας dub.l. in D.S.11.21 (in this sense ἀποικ- is a freq. v.l.). II build again, rebuild, πόλιν καὶ τείχη Th.1.89, cf. Jusj. ap. Lycurg.81, X.HG4.4.19, etc.; ἀ. χώραν occupy again with buildings, D.S.15.66:—Pass., metaph., to be exalted, LXXMa.3.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικοδομέω: μέλλ. -ήσω, ἀνοικοδομῶ, κτίζω, τὰς καταβάσιας τὰς ἐκ τῶν πυλίδων ἐς τὸν ποταμὸν φερούσας ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι Ἡρόδ. 1. 186. 2) φράττω διὰ τοίχου, τούς τε κοπρῶνας καὶ τὰς λαύρας καιναῖς πλίνθοισιν ἀνοικοδομεῖν, «ἀποφράξαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρ. 100, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 8· πύλας Διόδ. 11. 21 (ἐν τῇ τοιαύτῃ σημασίᾳ εὕρηται συχνάκις ἀποικ- ὡς διάφορος γραφή). ΙΙ. οἰκοδομῶ ἐκ νέου, κτίζω πάλιν, πόλιν καὶ τείχη Θουκ. 1. 89, πρβλ. παρὰ Λυκούργ. 158. 7, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 19, κτλ., καὶ τὴν χώραν ἀνοικοδομήσας, καὶ ἀνεγείρας οἰκοδομὰς ἐν τῇ χώρᾳ, Διόδ. 15. 66: - Παθ., μεταφ., ἐξυψοῦμαι, «καὶ νῦν ἡμεῖς μακαρίζομεν ἐναντίους καὶ ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες ὄνομα» Ἑβδ. (Μαλαχ. γ΄, 15).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 fortifier, barricader;
2 reconstruire, rebâtir, relever.
Étymologie: ἀνά, οἰκοδομέω.
Spanish (DGE)
I 1construir c. πλίνθοισι enladrillar τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ ... ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι Hdt.1.186, τὰς λαύρας καιναῖς πλίνθοισι Ar.Pax 100 (ap. crít.).
2 vallar θύραν Lycurg.128
•emparedar ἑαυτόν Pall.H.Laus.35.1
•construir ἐν τῇ αὐλῇ PLond.887.3 (III a.C.), cf. PPetr.1.26.10 (III a.C.), BGU 313.1 (biz.)
•erigir una estela SB 10181.4, τὴν πύλην Gerasa 273 (V d.C.).
II 1reconstruir c. ac. τὴν πόλιν ... καὶ τὰ τείχη Th.1.89, τὰ ἀνοικοδομηθέντα ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων τείχη X.HG 4.4.19, cf. IG 22.1225.12 (III a.C.), τῶν ἱερῶν ... οὐδὲν ἀνοικοδομήσω juram. en Lycurg.81, τὸ ἱερόν IPh.11.2 (II a.C.)
•de ahí ἀ. χώραν volver a construir edificaciones en la región D.S.15.66
•abs. ἀ. ἐκ θεμελίου reconstruir desde los cimientos, PMerton 108.13 (I d.C.).
2 en v. med. prosperar ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες ἄνομα LXX Ma.3.15.
English (Strong)
from ἀνά and οἰκοδομέω; to rebuild: build again.
English (Thayer)
ἀνοικοδόμω: future ἀνοικοδομήσω; to build again (Vulg. reaedifico): Thucydides 1,89, 3); Diodorus 11,39; Plutarch, Themistius, 19; Cam. 31; Herodian, 8,2, 12 (5, Bekker edition).)
Greek Monotonic
ἀνοικοδομέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. χτίζω, ανοικοδομώ, σε Ηρόδ.
2. περιτειχίζω, σε Αριστοφ.
II. χτίζω εκ νέου, επανοικοδομώ, σε Θουκ., Ξεν.