ἀντεπιγράφω: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντεπιγράφω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιγράφω]] [[κάτι]] στη [[θέση]] άλλου που εξάλειψα<br /><b>2.</b> (-ομαι)<br />[[οικειοποιούμαι]] [[κάτι]] που ανήκει σε άλλον. | |mltxt=[[ἀντεπιγράφω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιγράφω]] [[κάτι]] στη [[θέση]] άλλου που εξάλειψα<br /><b>2.</b> (-ομαι)<br />[[οικειοποιούμαι]] [[κάτι]] που ανήκει σε άλλον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντεπιγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[γράφω]] [[κάτι]] αντί άλλου, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ],
A write something instead, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀ. D.22.72:—Med., -εσθαι ἐπὶ τὸ νίκημα put their own names instead of the other party to the victory, i.e. claim it, Plb.18.34.2.
German (Pape)
[Seite 247] anstatt eines andern darauf schreiben, die Aufschrift verändern, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀντεπέγραψε Dem. 24, 180; vgl. Pol. 18, 17, wo das med. steht, ἀντεπιγραφοαένους ἐπὶ τὸ νίκημα, d. i. sich den Sieg zuschreiben, den ein Anderer errungen hat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιγράφω: ἐπιγράφω τι εἰς τὴν θέσιν ἄλλου, ὅπερ ἐξήλειψα, καὶ μὴν ... σκέψασθ’ ὡς καλὰ καὶ ζηλωτὰ ἐπιγράμματα τῆς πόλεως ἀνελών, ὡς ἀσεβῆ καὶ δεινὰ ἀντεπέγραψεν Δημ. 615 ἐν τέλ.: - Μέσ., ἀντεπιγραφομένους ἐπὶ τὸ νίκημα, τ. ἔ. οἰκειοποιημένους τὴν νίκην ἣν ἄλλος ἐκέρδησε, Πολύβ. 18. 17, 2.
French (Bailly abrégé)
inscrire à la place de, substituer une chose à une autre dans une inscription;
Moy. ἀντεπιγράφομαι s’inscrire à la place de.
Étymologie: ἀντί, ἐπιγράφω.
Spanish (DGE)
escribir en lugar de καλὰ ... ἐπιγράμματα τῆς πόλεως ἀνελὼν ὡς ἀσεβῆ ... ἀντεπιγέγραφεν D.22.72, cf. D.24.180, τὸ αὑτοῦ ὄνομα D.C.37.44.2
•en v. med. inscribirse en lugar de ἐπὶ τὸ νίκημα para la victoria e.d. arrogarse la victoria Plb.18.34.2.
Greek Monolingual
ἀντεπιγράφω (Α)
1. επιγράφω κάτι στη θέση άλλου που εξάλειψα
2. (-ομαι)
οικειοποιούμαι κάτι που ανήκει σε άλλον.