Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντιστάτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀντιστάτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δοκάρι]] που τοποθετείται [[λοξά]] για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο [[δοκάρι]] του ξύλινου σκελετού της στέγης<br /><b>μσν.</b><br />[[δαίμονας]], [[σατανάς]]<br />(μσν. -αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, [[επαναστάτης]], [[αντάρτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />ξύλινο [[στήριγμα]], [[αντηρίδα]].
|mltxt=ο (AM [[ἀντιστάτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δοκάρι]] που τοποθετείται [[λοξά]] για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο [[δοκάρι]] του ξύλινου σκελετού της στέγης<br /><b>μσν.</b><br />[[δαίμονας]], [[σατανάς]]<br />(μσν. -αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, [[επαναστάτης]], [[αντάρτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />ξύλινο [[στήριγμα]], [[αντηρίδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ (ἀνθίσταμαι), [[αντίπαλος]], [[αντίμαχος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιστᾰτης Medium diacritics: ἀντιστάτης Low diacritics: αντιστάτης Capitals: ΑΝΤΙΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: antistátēs Transliteration B: antistatēs Transliteration C: antistatis Beta Code: a)ntista/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A opponent, adversary, A.Th.518, Plu.2.1084b.    II vertical beam in plinth of torsion-engine, Hero Bel.91.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἐνάντιος, ἐχθρός, Αἰσχυλ. Θ. 518, Πλούτ. 2.1084Β. ΙΙ. ὑποστήριγμα, Ἡρών Βελοπ. 131 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
adversaire.
Étymologie: ἀνθίστημι.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 oponente, adversario εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ' ἀντιστάτας A.Th.517, ὄχλον ἀντιστάτην de animales, Plu.2.1084b, cf. Lesb.Rh.2.15, Hsch.
2 viga vertical en una máquina de torsión, Hero Bel.91.9.

Greek Monolingual

ο (AM ἀντιστάτης)
νεοελλ.
δοκάρι που τοποθετείται λοξά για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο δοκάρι του ξύλινου σκελετού της στέγης
μσν.
δαίμονας, σατανάς
(μσν. -αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, επαναστάτης, αντάρτης
αρχ.
ξύλινο στήριγμα, αντηρίδα.

Greek Monotonic

ἀντιστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀνθίσταμαι), αντίπαλος, αντίμαχος, σε Αισχύλ.