ἀντικατατείνω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντικατατείνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκτείνω]], [[τεντώνω]] [[κάτι]] τραβώντας το από τα δύο [[άκρα]]<br /><b>2.</b> [[αντιπαραθέτω]] επιχειρήματα.
|mltxt=[[ἀντικατατείνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκτείνω]], [[τεντώνω]] [[κάτι]] τραβώντας το από τα δύο [[άκρα]]<br /><b>2.</b> [[αντιπαραθέτω]] επιχειρήματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντικατατείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[τεντώνω]] ή [[θέτω]] [[κατευθείαν]] σε [[αντιπαραβολή]], <i>τιπαρά τι</i>, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικατατείνω Medium diacritics: ἀντικατατείνω Low diacritics: αντικατατείνω Capitals: ΑΝΤΙΚΑΤΑΤΕΙΝΩ
Transliteration A: antikatateínō Transliteration B: antikatateinō Transliteration C: antikatateino Beta Code: a)ntikatatei/nw

English (LSJ)

   A make counter-extension, Hp.Fract. 14, Art.3.    II metaph., ἂν ἀντικατατείναντες λέγωμεν αὐτῷ λόγον παρὰ λόγον if we speak setting speech directly in contrast with speech against him, Pl.R.348a, cf. Plu.2.669e.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen anspannen, sich anstrengen, -τείναντες λέγωμεν, mit Nachdruck dagegen sprechen, Plat. Rep. I, 348 a; ohne λέγειν Plut. Symp. 4, 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικατατείνω: ἐκτείνω ἕλκων ἐπὶ τὸ ἕτερον μέρος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761, π. Ἄρθρ. 781: μεταφ., διισχυρίζομαι, διατείνομαι ἐναντίον τινὸς, ἂν ... ἀντικατατείναντες λέγωμεν αὐτῷ λόγον παρὰ λόγον Πλάτ. Πολ. 348Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 669F.

French (Bailly abrégé)

tendre avec force contre.
Étymologie: ἀντί, κατατείνω.

Spanish (DGE)

1 tirar en dirección contraria de ἐκείνους (ἱμάντας) Hp.Fract.14, cf. Art.3.
2 extender en oposición λόγον παρὰ λόγον Pl.R.348a, τὸν ἕτερον λόγον extenderse por su parte en un segundo discurso Plu.2.669e.

Greek Monolingual

ἀντικατατείνω (Α)
1. εκτείνω, τεντώνω κάτι τραβώντας το από τα δύο άκρα
2. αντιπαραθέτω επιχειρήματα.

Greek Monotonic

ἀντικατατείνω: μέλ. -τενῶ, τεντώνω ή θέτω κατευθείαν σε αντιπαραβολή, τιπαρά τι, σε Πλάτ.