δυσαιανής: Difference between revisions
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσαιανής]], -ές (Α)<br />[[θρηνώδης]], [[πένθιμος]] («[[δυσαιανής]] βοά»). | |mltxt=[[δυσαιανής]], -ές (Α)<br />[[θρηνώδης]], [[πένθιμος]] («[[δυσαιανής]] βοά»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσαιᾱνής:''' -ές, υπερβολικά [[θλιμμένος]], [[μελαγχολικός]], [[πένθιμος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A most melancholy, βοά A.Pers.281 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 675] βοά, jammervoll, Aesch. Pers. 273, Schol. δυσθρήνητος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαιᾱνής: -ές, παρὰ πολὺ θρηνώδης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 281.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
lamentable.
Étymologie: δυσ-, αἰανής.
Spanish (DGE)
(δυσαιᾱνής) -ές lúgubre, βοά A.Pers.281.
Greek Monolingual
δυσαιανής, -ές (Α)
θρηνώδης, πένθιμος («δυσαιανής βοά»).
Greek Monotonic
δυσαιᾱνής: -ές, υπερβολικά θλιμμένος, μελαγχολικός, πένθιμος, σε Αισχύλ.