μύθευμα: Difference between revisions
From LSJ
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[μύθευμα]]) [[μυθεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλαστή]] [[διήγηση]], [[ψευδής]] [[ιστορία]] («μην τον πιστεύεις, ό,τι κι αν λέει [[είναι]] μυθεύματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μύθος]]<br /><b>2.</b> [[πλοκή]] θεατρικού έργου. | |mltxt=το (Α [[μύθευμα]]) [[μυθεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλαστή]] [[διήγηση]], [[ψευδής]] [[ιστορία]] («μην τον πιστεύεις, ό,τι κι αν λέει [[είναι]] μυθεύματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μύθος]]<br /><b>2.</b> [[πλοκή]] θεατρικού έργου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μύθευμα:''' -ατος, τό, [[ιστορία]] που έχει ειπωθεί, [[παραμύθι]], σε Αριστ., Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A story, D.H. 4.3, Plu.Mar.11, Man.4.447 (pl.); plot of a play, Arist.Po.1460a29.
German (Pape)
[Seite 214] τό, das Gesagte, Erzählte, Plut. Mar. 11 u. a. Sp., wie Man. 4, 447.
Greek (Liddell-Scott)
μύθευμα: τό, μῦθος, διήγημα, λόγιον, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 20, Πλουτ. Μάρ. 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
conte, récit.
Étymologie: μυθεύω.
Greek Monolingual
το (Α μύθευμα) μυθεύω
νεοελλ.
πλαστή διήγηση, ψευδής ιστορία («μην τον πιστεύεις, ό,τι κι αν λέει είναι μυθεύματα»)
αρχ.
1. μύθος
2. πλοκή θεατρικού έργου.
Greek Monotonic
μύθευμα: -ατος, τό, ιστορία που έχει ειπωθεί, παραμύθι, σε Αριστ., Πλούτ.