μνῆστις: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(25) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μνήστις]] -ιος, ἡ (Α, δωρ. και αιολ. τ. [[μνάστις]])<br /><b>1.</b> [[ανάμνηση]], [[θύμηση]], [[μνήμη]]<br /><b>2.</b> [[μνεία]]<br /><b>3.</b> [[προσοχή]]<br /><b>4.</b> [[φήμη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μνῆστις]] γίγνεται» — θυμούνται ή συλλογίζονται οι άνθρωποι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνη</i>-<i>σ</i>- του <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τις</i> (για το -<i>σ</i>- του τ. <b>[[πρβλ]].</b> <i>λῆ</i>-<i>σ</i>-<i>τις</i>)]. | |mltxt=[[μνήστις]] -ιος, ἡ (Α, δωρ. και αιολ. τ. [[μνάστις]])<br /><b>1.</b> [[ανάμνηση]], [[θύμηση]], [[μνήμη]]<br /><b>2.</b> [[μνεία]]<br /><b>3.</b> [[προσοχή]]<br /><b>4.</b> [[φήμη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μνῆστις]] γίγνεται» — θυμούνται ή συλλογίζονται οι άνθρωποι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνη</i>-<i>σ</i>- του <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τις</i> (για το -<i>σ</i>- του τ. <b>[[πρβλ]].</b> <i>λῆ</i>-<i>σ</i>-<i>τις</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μνῆστις:''' Δωρ. μνᾶστιος, -ιος, ἡ ([[μνάομαι]]), [[ενθύμηση]], [[ανάμνηση]], [[προσοχή]] σε, [[οὐδέ]] τις [[ἡμῖν]] δόρπου [[μνῆστις]] [[ἔην]], σε Ομήρ. Οδ.· ἴσχε [[κἀμοῦ]] μνήστω, σε Σοφ.· [[οὕτω]] δὴ Γέλωνος [[μνῆστις]] γέγονεν, έτσι [[λοιπόν]] θυμηθήκατε και οι ίδιοι τον Γέλωνα, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. and Aeol. μνᾶστ-, ιος, ἡ,
A remembrance, recollection, heed, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην Od.13.280; ἔστι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι Alcm.64; ἀλλ' ἴσχε κἀμοῦ μ. S.Aj.520, cf. 1269; ὅτου . . ἀπορρεῖ μ. ib.523; μνᾶστίν τινος παρέχειν τινί Theoc.28.23; οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονε then you bethought yourselves of Gelon, Hdt.7.158. II memory, fame, Simon.4.3.
German (Pape)
[Seite 196] ἡ, das Gedenken an Etwas; οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, wir dachten nicht an das Abendessen, Od. 13, 280; ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν, Soph. Ai. 516. 1248, gedenken; οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονε, so dachtet ihr, erinnertet euch an den Gelon, Her. 7, 158; sp. D., wie Theocr. 28, 23; Nic. Ther. extr.; vgl. Lob. zu Phryn. 256.
Greek (Liddell-Scott)
μνῆστις: Δωρικ. μνᾶστις, -ιος, ἡ, (μνάομαι) ἀνάμνησις, ἐνθύμησις, προσοχή, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην Ὀδ. Ν. 280· ἔντι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι Ἀλκμὰν 48· ἀλλ’ ἴσχε κἀμοῦ μν. Σοφ. Αἴ. 520, πρβλ. 1260· ὅτου... ἀπορρεῖ μν. αὐτόθι 523· μνᾶστίν τινος παρέχειν τινὶ Θεόκρ. 28. 23: - νῦν δὲ ἐπειδὴ περιελήλυθε ὁ πόλεμος καὶ ἐπῖκται ἐς ὑμέας, οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονεν, οὕτω λοιπὸν ἐνεθυμήθητε τὸν Γέλωνα, Ἡρόδ. 7. 158. ΙΙ. μνήμη, φήμη, Σιμωνίδ. 5.
French (Bailly abrégé)
εως, poét. ιος (ἡ) :
1 action de penser à, pensée;
2 souvenir.
Étymologie: μνάομαι.
English (Autenrieth)
(μιμνήσκω): remembrance, Od. 13.280†.
Greek Monolingual
μνήστις -ιος, ἡ (Α, δωρ. και αιολ. τ. μνάστις)
1. ανάμνηση, θύμηση, μνήμη
2. μνεία
3. προσοχή
4. φήμη
5. φρ. «μνῆστις γίγνεται» — θυμούνται ή συλλογίζονται οι άνθρωποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνη-σ- του μι-μνή-σκω + επίθημα -τις (για το -σ- του τ. πρβλ. λῆ-σ-τις)].
Greek Monotonic
μνῆστις: Δωρ. μνᾶστιος, -ιος, ἡ (μνάομαι), ενθύμηση, ανάμνηση, προσοχή σε, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, σε Ομήρ. Οδ.· ἴσχε κἀμοῦ μνήστω, σε Σοφ.· οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονεν, έτσι λοιπόν θυμηθήκατε και οι ίδιοι τον Γέλωνα, σε Ηρόδ.