ἐπάργυρος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[επάργυρος]], -ον)<br />ο επαργυρωμένος, αυτός που έχει καλυφθεί με [[λεπτό]] [[στρώμα]] αργύρου, ασημωμένος, ασημοκαπνισμένος («επάργυρα σκεύη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μισθωτής]]».
|mltxt=-η, -ο (Α [[επάργυρος]], -ον)<br />ο επαργυρωμένος, αυτός που έχει καλυφθεί με [[λεπτό]] [[στρώμα]] αργύρου, ασημωμένος, ασημοκαπνισμένος («επάργυρα σκεύη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μισθωτής]]».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπάργῠρος:''' -ον, αυτός που έχει καλυφθεί από [[ασήμι]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάργῠρος Medium diacritics: ἐπάργυρος Low diacritics: επάργυρος Capitals: ΕΠΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: epárgyros Transliteration B: epargyros Transliteration C: epargyros Beta Code: e)pa/rguros

English (LSJ)

ον,

   A overlaid with silver, κλῖναι Hdt.1.50,9.80, cf. IG12.276, BMus.Inscr.4.481*.472; πανοπλίαι Onos.1.20.

German (Pape)

[Seite 904] mit Silber belegt, κλίνη Her. 1, 50. 9, 80 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάργῠρος: -ον, ἐπηργυρωμένος, Ἡρόδ. 1. 50., 9. 80.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
orné ou plaqué d’argent.
Étymologie: ἐπί, ἄργυρος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α επάργυρος, -ον)
ο επαργυρωμένος, αυτός που έχει καλυφθεί με λεπτό στρώμα αργύρου, ασημωμένος, ασημοκαπνισμένος («επάργυρα σκεύη»)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «μισθωτής».

Greek Monotonic

ἐπάργῠρος: -ον, αυτός που έχει καλυφθεί από ασήμι, σε Ηρόδ.