ἀπειρόκακος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπειρόκακος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[πείρα]] του κακού, ο [[αθώος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει δοκιμάσει το [[κακό]], που δεν ξέρει τι θα πει [[δυστυχία]].
|mltxt=[[ἀπειρόκακος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[πείρα]] του κακού, ο [[αθώος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει δοκιμάσει το [[κακό]], που δεν ξέρει τι θα πει [[δυστυχία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπειρόκᾰκος:''' -ον ([[κακόν]]), αυτός που δεν γνωρίζει τί είναι [[κακό]], [[αμάθητος]] στο να κάνει [[κακό]], [[άπειρος]], σε Ευρ.· <i>τὸ ἀπειρόκακον</i>, [[άγνοια]] κακού, [[αδυναμία]] διάκρισης του κακού, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρόκᾰκος Medium diacritics: ἀπειρόκακος Low diacritics: απειρόκακος Capitals: ΑΠΕΙΡΟΚΑΚΟΣ
Transliteration A: apeirókakos Transliteration B: apeirokakos Transliteration C: apeirokakos Beta Code: a)peiro/kakos

English (LSJ)

ον,

   A without experience of evil: τὸ ἀ. unsuspiciousness, Th.5.105.    II unused to evil or misery, E.Alc.927.

German (Pape)

[Seite 285] 1) im Leiden unerfahren, Eur. Alc. 930. – 2) mit dem Schlechten unbekannt, nicht bösartig; τὸ ἀπ., Gutartigkeit, Thuc. 5, 105.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρόκᾰκος: -ον, ὁ μή γινώσκων τί ἐστι κακόν, ἄκακος, τό ἀπειρόκακον, τὸ μὴ ἔχειν πεῖραν κακοῦ, τὸ μὴ ὑποπτεύειν, Θουκ. 5. 105. ΙΙ. ὁ μὴ λαβὼν πεῖραν κακῶν, ὁ μὴ εἰθισμένος εἰς τὰ κακὰ ἤ τὴν δυστυχίαν, Εὐρ. Ἄλκ. 927.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans expérience du malheur;
2 sans expérience du mal ; τὸ ἀπειρόκακον simplicité, naïveté.
Étymologie: ἄπειρος¹, κακός.

Spanish (DGE)

(ἀπειρόκᾰκος) -ον
1 inexperto en la desgracia σοὶ ... ἀπειροκάκῳ E.Alc.927, μῦθος Nonn.Par.Eu.Io.1.47, μενοινή Nonn.D.42.165, cf. Basil.M.30.492D.
2 subst. neutr. τὸ ἀ. ingenuidad, falta de suspicacia Th.5.105, cf. Eus.DE 10.1.

Greek Monolingual

ἀπειρόκακος, -ον (AM)
1. αυτός που δεν έχει πείρα του κακού, ο αθώος
αρχ.
αυτός που δεν έχει δοκιμάσει το κακό, που δεν ξέρει τι θα πει δυστυχία.

Greek Monotonic

ἀπειρόκᾰκος: -ον (κακόν), αυτός που δεν γνωρίζει τί είναι κακό, αμάθητος στο να κάνει κακό, άπειρος, σε Ευρ.· τὸ ἀπειρόκακον, άγνοια κακού, αδυναμία διάκρισης του κακού, σε Θουκ.