ἰχνεύμων: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχνεύμων]])<br /><b>1.</b> ζώο της Αιγύπτου, παρόμοιο με τη [[νυφίτσα]], που ανιχνεύει τα αβγά του κροκοδείλου<br /><b>2.</b> <b>εντομολ.</b> [[είδος]] [[σφηκών]] που κυνηγούν τις αράχνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανιχνεύει, αυτός που αναζητά τα ίχνη, [[ιχνευτής]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰχνεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαί</i>-<i>μων</i>, <i>πνεύ</i>-<i>μων</i>].
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχνεύμων]])<br /><b>1.</b> ζώο της Αιγύπτου, παρόμοιο με τη [[νυφίτσα]], που ανιχνεύει τα αβγά του κροκοδείλου<br /><b>2.</b> <b>εντομολ.</b> [[είδος]] [[σφηκών]] που κυνηγούν τις αράχνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανιχνεύει, αυτός που αναζητά τα ίχνη, [[ιχνευτής]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰχνεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαί</i>-<i>μων</i>, <i>πνεύ</i>-<i>μων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰχνεύμων:''' -ονος, ὁ ([[ἰχνεύω]]), [[ιχνηλάτης]]· αιγυπτιακό ζώο όμοιο με [[νυφίτσα]], το οποίο ανίχνευε τα αυγά των κροκόδειλων, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰχνεύμων Medium diacritics: ἰχνεύμων Low diacritics: ιχνεύμων Capitals: ΙΧΝΕΥΜΩΝ
Transliteration A: ichneúmōn Transliteration B: ichneumōn Transliteration C: ichneymon Beta Code: *)ixneu/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ,

   A tracker: hence,    1 an Egyptian animal of the weasel-kind, which hunts out crocodile's eggs (asp's eggs,Ael.NA6.38), Herpestes ichneumon, Arist.HA612a16, Eub.107.12, Nic.Th.190, Plu.2.966d, PLond.3.904 (ii A.D.); cf. ἰχνευτής 11.    2 a small kind of wasp, that hunts spiders, Pelopaeus spirifex, Arist.HA552b26,609a5, cf. Plin.HN10.204.    3 a bird, Ant.Lib. 14.

German (Pape)

[Seite 1276] ονος, ὁ (der Spürer), – a) eine Wieselart in Aegypten, die den Eiern des Krokodils nachspürt, Arist. H. A. 6, 35. 9, 6 Nic. Th. 190 Plut. sol. anim. 10. S. auch ἰχνευτής. – b) eine Wespe, die den Spinnen nachspürt, Arist. H. A. 5, 20. 9, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνεύμων: -ονος, ὁ, ὁ ἀνιχνέυων· ἐντεῦθεν, 1) ζῷόν τι τῆς Αἰγύπτου ὅμοιον ἰκτίδι, ὅπερ ἀνιχνεύει τὰ ᾠὰ τοῦ κροκοδείλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2· καλεῖται καὶ ἰχνευτής, Ἡρόδ. 2. 67, κλ. 2) εἶδος σφηκῶν θηρευόντων τὰς ἀράχνας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, κλ.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
ichneumon, rat d’Égypte, qui suit la piste des crocodiles, animal.
Étymologie: ἰχνεύω.

Spanish

mangosta

Greek Monolingual

ὁ (Α ἰχνεύμων)
1. ζώο της Αιγύπτου, παρόμοιο με τη νυφίτσα, που ανιχνεύει τα αβγά του κροκοδείλου
2. εντομολ. είδος σφηκών που κυνηγούν τις αράχνες
αρχ.
1. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που αναζητά τα ίχνη, ιχνευτής
2. είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχνεύω + επίθημα -μων (πρβλ. δαί-μων, πνεύ-μων].

Greek Monotonic

ἰχνεύμων: -ονος, ὁ (ἰχνεύω), ιχνηλάτης· αιγυπτιακό ζώο όμοιο με νυφίτσα, το οποίο ανίχνευε τα αυγά των κροκόδειλων, σε Αριστ.