οἰνόπεδος: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οινόπεδος]], -ον (ΑΜ, Α θηλ. και -έδη)<br />αυτός που έχει [[έδαφος]] κατάλληλο για [[παραγωγή]] οίνου, αυτός που έχει [[χώρα]] αμπελοφόρο, οινοφόρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγει άφθονο οίνο<br /><b>2.</b> (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) <i>ἡ οἰνοπέδη</i> και τὸ <i>οἰνόπεδον</i><br />[[αμπελοφόρος]] γη, [[αμπελότοπος]], [[αμπελώνας]] (α. «οἰνόπεδον μέγα Τυδεὺς ναῑε», Θεοκρ.<br />β. «[[οἷος]] πρώτης ἦλθες ἀπ' οἰνοπέδης», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), <b>πρβλ.</b> <i>φοινικό</i>-<i>πεδος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>πεδος</i>]. | |mltxt=[[οινόπεδος]], -ον (ΑΜ, Α θηλ. και -έδη)<br />αυτός που έχει [[έδαφος]] κατάλληλο για [[παραγωγή]] οίνου, αυτός που έχει [[χώρα]] αμπελοφόρο, οινοφόρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγει άφθονο οίνο<br /><b>2.</b> (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) <i>ἡ οἰνοπέδη</i> και τὸ <i>οἰνόπεδον</i><br />[[αμπελοφόρος]] γη, [[αμπελότοπος]], [[αμπελώνας]] (α. «οἰνόπεδον μέγα Τυδεὺς ναῑε», Θεοκρ.<br />β. «[[οἷος]] πρώτης ἦλθες ἀπ' οἰνοπέδης», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), <b>πρβλ.</b> <i>φοινικό</i>-<i>πεδος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>πεδος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰνόπεδος:''' -ον ([[πέδον]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[περιοχή]] που το έδαφός της είναι [[πρόσφορο]] για [[οινοπαραγωγή]], σε Ομήρ. Οδ. <b>II.[[οἰνόπεδον]]</b>, <i>τό</i>, ως ουσ., [[αμπελώνας]], σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν.· επίσης, οἰνοπέδη, <i>ἡ</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον (η, ον Opp. C.4.331),
A with soil fit to produce wine, abounding in wine, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Od.1.193, cf. 11.193 ; productive of wine, -πέδῃσι φυτηκομίῃσι μεμηλώς Opp.l.c. II Subst. οἰνό-πεδον, τό, vineyard, τέμενος... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Il.9.579, cf. Thgn.892, Theoc.24.130, Plu.2.604c, prob. for οἰκ- in SIG1000.8 (Cos):—also οἰνο-πέδη, ἡ, AP11.409 (Gaet.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόπεδος: -ον, ὁ ἔχων ἔδαφος κατάλληλον πρὸς παραγωγὴν οἴνου, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Ὀδ. Α. 193, πρβλ. Λ. 132, Μόσχ. 4. 100. ΙΙ. οἰνόπεδον, ὡς οὐσιαστ., γῆ οἰνοφόρος, ἀμπελών, τέμενος ... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Ἰλ. Ι. 579, πρβλ. Θέογν. 892, Θεόκρ. 24. 128· - ὡσαύτως οἰνοπέδη, ἡ, Ἀνθ. Π. 11. 409, Ὀππ. Κ. 4. 331.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le sol est planté de vignes.
Étymologie: οἶνος, πέδον.
English (Autenrieth)
(πέδον): consisting of wine-land, wine-yielding; subst., οἰνόπεδον, vineyard, Il. 9.579.
Greek Monolingual
οινόπεδος, -ον (ΑΜ, Α θηλ. και -έδη)
αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο
αρχ.
1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο
2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον
αμπελοφόρος γη, αμπελότοπος, αμπελώνας (α. «οἰνόπεδον μέγα Τυδεὺς ναῑε», Θεοκρ.
β. «οἷος πρώτης ἦλθες ἀπ' οἰνοπέδης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικό-πεδος, χαλκό-πεδος].
Greek Monotonic
οἰνόπεδος: -ον (πέδον),·
I. περιοχή που το έδαφός της είναι πρόσφορο για οινοπαραγωγή, σε Ομήρ. Οδ. II.οἰνόπεδον, τό, ως ουσ., αμπελώνας, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν.· επίσης, οἰνοπέδη, ἡ, σε Ανθ.