δοριάλωτος: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δοριάλωτος]] και [[δορυάλωτος]], -ον<br />Α και [[δουριάλωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατακτήθηκε με το [[δόρυ]], ο [[αιχμάλωτος]] πολέμου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δουριάλωτον [[λέχος]]» (για την Τέκμησσα)<br />αιχμάλωτη που έγινε [[σύζυγος]] (<b>Σοφ.</b>).
|mltxt=-η, -ο (AM [[δοριάλωτος]] και [[δορυάλωτος]], -ον<br />Α και [[δουριάλωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατακτήθηκε με το [[δόρυ]], ο [[αιχμάλωτος]] πολέμου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δουριάλωτον [[λέχος]]» (για την Τέκμησσα)<br />αιχμάλωτη που έγινε [[σύζυγος]] (<b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοριάλωτος:''' [ᾰ], -ον ([[ἁλῶναι]]), αυτός που αιχμαλωτίζεται με το [[δόρυ]], [[αιχμάλωτος]] πολέμου, σε Ηρόδ., Ευρ.· Ιων. δουριάλωτον [[λέχος]], λέγεται για την Τέκμησσα, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐάλωτος Medium diacritics: δοριάλωτος Low diacritics: δοριάλωτος Capitals: ΔΟΡΙΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: doriálōtos Transliteration B: dorialōtos Transliteration C: dorialotos Beta Code: doria/lwtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A captive of the spear, taken in war, χώρα Hdt.8.74, 9.4; of persons, captive, E.Tr.518 (lyr.), Isoc.4.177; πόλεις Decr. ap. D.18.181, cf. Plb.23.10.6; Ion. δουριάλωτον λέχος, of Tecmessa, S.Aj. 211 (lyr.): —δορυάλωτος is a freq. v.l., as in Hp.Ep.27, X.Cyr.7.5.35, HG5.2.5, Ph.2.526, etc., cf. IG14.1293.57.

German (Pape)

[Seite 658] mit dem Speere gefangen, im Kriege erbeutet, erobert, wie αἰχμάλωτος; Eur. Tr. 518; Ath. VI, 273 e; Her. 8, 74. 9, 4; so auch Isocr. 4, 177, ohne v. l., u. 6, 19, wie Dem. 18, 181, aus den besten mss.; vgl. D. Sic. 16, 20 u. Dindorf dazu.

Greek (Liddell-Scott)

δοριάλωτος: -ον, ὁ ληφθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, ληφθεὶς ἐν πολέμῳ, ὡς τὸ αἰχμάλωτος, Ἡρόδ. 8. 74., 9. 4, Εὐρ. Τρω. 518, Ἰσοκρ. 78Α, Δημ. 289. 7, κτλ.· Ἰων. δουριάλωτον λέχος, ἐπὶ τῆς Τεκμήσσης. Σοφ. Αἴ. 211· ― δορυάλωτος εἶναι ἡμαρτημένη γραφ., ὡς παρὰ Ξεν. Κύρ. 7. 5. 35, Ἑλλ. 5. 2, 5, κτλ., ἀλλ’ ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5984. 57· ἴδε Λοβ. Αἴ. 210· καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 172. 505.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conquis par la lance, pris à la guerre.
Étymologie: δόρυ, ἁλωτός.

Spanish (DGE)

(δορῐάλωτος) -ον

• Alolema(s): jón. δουρι- S.Ai.211; δορυ- Hp.Or.Thess.408, Ph.2.526, Tab.Il.19d.57, Poll.7.156

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 de pers. hecho prisionero o cautivo de guerra οἱ δορυάλωτοι γενόμενοι Hp.l.c., σε λέχος δουριάλωτον ... ἀνέχει S.l.c., ὀλόμαν τάλαινα δ. E.Tr.518, cf. X.HG 5.2.5, Ph.1.111, cf. Plu.2.295c, Arr.An.6.27.5, Hdn.2.13.5, Hld.8.1.2, Lib.Or.12.74, Ast.Am.Hom.6.2.1
subst. ὁ δ. prisionero de guerra en plu. Plb.24.13.4, D.H.4.24, Ph.l.c., Ath.273e.
2 de lugares conquistado por las armas χώρη Hdt.8.74, cf. 9.4, Plb.23.10.6, Paus.4.5.8, πόλις X.Cyr.7.5.35, cf. Decr. en D.18.181, Aeschin.2.33, Isoc.15.125, Mon.Anc.Gr.14.21, Ps.Callisth.1.8B, Μεσσήνην ... δοριάλωτον ληφθεῖσαν Isoc.6.19, cf. Tab.Il.l.c., δοριάλωτον ἐγένετο τὸ Παλλάντιον ὑπὸ Μενεμάχου SEG 11.1084.21 (Argos III a.C.), cf. IAphrodisias 1.13.3 (I d.C.), δοριάλωτον ληψόμενος τὴν Ἰουδαίαν LXX 2Ma.10.24, τὴν πατρίδα γινομένην δοριάλωτον D.S.18.46.4
fig. μεθ' ὃν ... δ. ὑμῖν ἡ γῆ Ἰουδαίων παρεδόθη Iust.Phil.1Apol.32.4
subst. τὰ δοριάλωτα los territorios conquistados Isoc.4.177.
3 de cosas capturado por las armas, en la guerra τὴν ... δοριάλωτον ἀσπίδα Astyd.1i.6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δοριάλωτος και δορυάλωτος, -ον
Α και δουριάλωτος, -ον)
1. αυτός που κατακτήθηκε με το δόρυ, ο αιχμάλωτος πολέμου
2. φρ. «δουριάλωτον λέχος» (για την Τέκμησσα)
αιχμάλωτη που έγινε σύζυγος (Σοφ.).

Greek Monotonic

δοριάλωτος: [ᾰ], -ον (ἁλῶναι), αυτός που αιχμαλωτίζεται με το δόρυ, αιχμάλωτος πολέμου, σε Ηρόδ., Ευρ.· Ιων. δουριάλωτον λέχος, λέγεται για την Τέκμησσα, σε Σοφ.