λευκήρης: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λευκήρης]], -ες (Α)<br />[[λευκός]], [[άσπρος]] («γενείου λευκήρη [[τρίχα]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ήρης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]]»). Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κωπ</i>-[[ήρης]], <i>ποδ</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=[[λευκήρης]], -ες (Α)<br />[[λευκός]], [[άσπρος]] («γενείου λευκήρη [[τρίχα]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ήρης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]]»). Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κωπ</i>-[[ήρης]], <i>ποδ</i>-[[ήρης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λευκήρης:''' -ες (ἄρω), [[λευκός]], ξασπρισμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκήρης Medium diacritics: λευκήρης Low diacritics: λευκήρης Capitals: ΛΕΥΚΗΡΗΣ
Transliteration A: leukḗrēs Transliteration B: leukērēs Transliteration C: lefkiris Beta Code: leukh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A white, blanched, θρίξ A.Pers.1056, dub. in PFay.2 iii 32 (Lyr., ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 33] weiß gefugt, übh. weiß, θρίξ Aesch. Pers. 1013.

Greek (Liddell-Scott)

λευκήρης: -ες, λευκός, λελευκασμένος, θρὶξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
blanc.
Étymologie: λευκός, ἄρω.

Greek Monolingual

λευκήρης, -ες (Α)
λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + επίθημα -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπ-ήρης, ποδ-ήρης)].

Greek Monotonic

λευκήρης: -ες (ἄρω), λευκός, ξασπρισμένος, σε Αισχύλ.