ἡμερία: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμερία]], δωρ. τ. ἁμερία, ἡ (Α)<br />η Ημέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. <i>ημέρ</i>-<i>ιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ημέρα]])].
|mltxt=[[ἡμερία]], δωρ. τ. ἁμερία, ἡ (Α)<br />η Ημέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. <i>ημέρ</i>-<i>ιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ημέρα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμερία:''' (ενν. [[ὥρα]]), ἡ, = [[ἡμέρα]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερία Medium diacritics: ἡμερία Low diacritics: ημερία Capitals: ΗΜΕΡΙΑ
Transliteration A: hēmería Transliteration B: hēmeria Transliteration C: imeria Beta Code: h(meri/a

English (LSJ)

Dor. ἁμ- (sc. ὥρα), ἡ,

   A = ἡμέρα, S.Aj.208 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1165] ἡ, s. ἡμέριος.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερία: (ἐνν. ὥρα), ἡ, ἡμέρα, ἡ τῶν χ/φων γραφὴ ἐν Σοφ. Αἴ. 208· ὁ Thiersch. προέτεινεν ἡρεμία, ὁ Herm. εὐμαρία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le jour.
Étymologie: fém. de ἡμέριος, s.e. ὥρα.

Greek Monolingual

ἡμερία, δωρ. τ. ἁμερία, ἡ (Α)
η Ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. ημέρ-ιος (< ημέρα)].

Greek Monotonic

ἡμερία: (ενν. ὥρα), ἡ, = ἡμέρα, σε Σοφ.