μεγαλήγορος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(24) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεγαλήγορος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κομπορρημονεί, [[καυχηματίας]], [[κομπαστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του στομφώδες ύφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαληγόρως</i> (Α)<br />με [[κομπορρημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ψεδο</i>-<i>ήγορος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μεγαλήγορος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κομπορρημονεί, [[καυχηματίας]], [[κομπαστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του στομφώδες ύφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαληγόρως</i> (Α)<br />με [[κομπορρημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ψεδο</i>-<i>ήγορος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεγᾰλήγορος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), [[πολυλογάς]], [[καυχησιάρης]], αυτός που κομπάζει, σε Αισχύλ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A talking big, vaunting, A.Th.565 (lyr.), X.Cyr.7.1.17. Adv. -ρως App.Hisp.19, Mith.70. 2 lofty, magniloquent, Longin.8.4.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλήγορος: (ἢ κάλλιον μεγαληγόρος), ον, (ἀγορεύω) ὁ μεγαληγορῶν, μεγαλορρήμων, Αἰσχύλ. Θήβ. 565· καυχηματίας, κομπορρήμων, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 17· - μεγαλοπρεπὴς ἐν τῷ λόγῳ, ἔξοχος, Λογγῖν. 8. 4. - Ἐπίρρ. μεγαληγόρως, μεγαλορρημόνως, Πολυδ. Θ΄, 147, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μεγαλήγορος, -ον)
1. αυτός που κομπορρημονεί, καυχηματίας, κομπαστής
2. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του στομφώδες ύφος.
επίρρ...
μεγαληγόρως (Α)
με κομπορρημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. ψεδο-ήγορος. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
μεγᾰλήγορος: -ον (ἀγορεύω), πολυλογάς, καυχησιάρης, αυτός που κομπάζει, σε Αισχύλ., Ξεν.