κατερῶ: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(20) |
(5) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κατερῶ]], -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] έξω, [[εκχέω]], [[μεταγγίζω]] (α. «κατερᾱν τὸν [[οἶνον]]», <b>[[Πολυδ]].</b><br />β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιρρίπτω]], [[καταλογίζω]] («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐρῶ</i> «[[χύνω]] έξω»].———————— <b>(II)</b><br />[[κατερῶ]], -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταγγέλλω]], [[κατηγορώ]] κάποιον («[[ἀλλά]] σφεα αὐτὸς ἐγὼ [[κατερέω]] πρὸς τὸν μάγον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δηλώνω]], [[διακηρύσσω]] (α. «[[πόθεν]] κατερεῑν», <b>Πίνδ.</b><br />β. «πᾱν ἐς σὲ κατειρήσεται τὸ ἀληθές», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] [[φανερά]], [[καθαρά]] («[[κατερῶ]] [[πρός]] γ' ὑμᾱς ελευθέρως τάληθή», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐρῶ</i>, μέλλ. του [[λέγω]] ([[αγορεύω]] [[φημί]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κατερῶ]], -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] έξω, [[εκχέω]], [[μεταγγίζω]] (α. «κατερᾱν τὸν [[οἶνον]]», <b>[[Πολυδ]].</b><br />β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιρρίπτω]], [[καταλογίζω]] («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐρῶ</i> «[[χύνω]] έξω»].———————— <b>(II)</b><br />[[κατερῶ]], -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταγγέλλω]], [[κατηγορώ]] κάποιον («[[ἀλλά]] σφεα αὐτὸς ἐγὼ [[κατερέω]] πρὸς τὸν μάγον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δηλώνω]], [[διακηρύσσω]] (α. «[[πόθεν]] κατερεῑν», <b>Πίνδ.</b><br />β. «πᾱν ἐς σὲ κατειρήσεται τὸ ἀληθές», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] [[φανερά]], [[καθαρά]] («[[κατερῶ]] [[πρός]] γ' ὑμᾱς ελευθέρως τάληθή», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐρῶ</i>, μέλλ. του [[λέγω]] ([[αγορεύω]] [[φημί]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατερῶ:''' βλ. κατ-[[ερέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1397] (s. ερ), fut. zu κατεῖπον, ich werde aussagen, bestimmt aussprechen; κατερῶ πρός γ' ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ar. Nubb. 518; Eur. Med. 1106; Ar. Pax 189; – τινός, gegen Einen sprechen, ihn anklagen, Xen. Cyr. 1, 4, 8; so auch κατερέω αὐτοὺς πρὸς τὸν μάγον Her. 3, 71, ich werde sie bei ihm anzeigen; vgl. Plat. Rep. X, 595 b. – So auch perf., ἐναντίον ἐμοῦ κατείρηκέ σου Plat. Theag. 125 a; u. pass., κατειρήσεται εἰς σέ, es wird dir gesagt werden, Her. 6, 69.
French (Bailly abrégé)
fut. d’un prés. inus., pf. κατείρηκα, f.ant. κατειρήσομαι;
1 exposer en détail;
2 parler contre : τινός τινι dénoncer une personne à une autre ; τινα πρός τινα accuser, dénoncer qqn auprès de qqn.
Étymologie: κατά, ἐρῶ.
Greek Monolingual
(I)
κατερῶ, -άω (Α)
1. χύνω έξω, εκχέω, μεταγγίζω (α. «κατερᾱν τὸν οἶνον», Πολυδ.
β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.)
2. μτφ. επιρρίπτω, καταλογίζω («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρῶ «χύνω έξω»].———————— (II)
κατερῶ, -έω (Α)
1. μιλώ εναντίον κάποιου, καταγγέλλω, κατηγορώ κάποιον («ἀλλά σφεα αὐτὸς ἐγὼ κατερέω πρὸς τὸν μάγον», Ηρόδ.)
2. δηλώνω, διακηρύσσω (α. «πόθεν κατερεῑν», Πίνδ.
β. «πᾱν ἐς σὲ κατειρήσεται τὸ ἀληθές», Ηρόδ.)
3. μιλώ φανερά, καθαρά («κατερῶ πρός γ' ὑμᾱς ελευθέρως τάληθή», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρῶ, μέλλ. του λέγω (αγορεύω φημί)].
Greek Monotonic
κατερῶ: βλ. κατ-ερέω.