παροψώνημα: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[παροψωνώ]]<br />πρόσθετο εκλεκτό [[έδεσμα]]. | |mltxt=τὸ, Α [[παροψωνώ]]<br />πρόσθετο εκλεκτό [[έδεσμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παροψώνημα:''' -ατος, τό ([[ὀψωνέω]]), [[προσθήκη]] στο κανονικό [[φαγητό]], ορεκτικό, [[λιχουδιά]], μεταφ., [[παροψώνημα]] χλιδῆς, [[απόλαυση]] χλιδής, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A addition to the regular fare, dainty : metaph., εὐνῆς π. τῆς ἐμῆς χλιδῆς a new relish to the pleasures of my bed, A.Ag.1447.
German (Pape)
[Seite 528] τό, = παρόψημα, leckerhaftes Nebengericht; übertr. sagt Aesch. Ag. 1447 ἐμοὶ δ' ἐπήγαγεν εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῆς, eine Nebenfreude.
Greek (Liddell-Scott)
παροψώνημα: τό, προσθήκη τις εἰς τὴν συνήθη τροφήν, γλύκυσμα, μεταφορ., εὐνῆς π. τῆς ἐμῆς χλιδῆς, νέα ἡδονὴ προστιθεμένη εἰς τὰς ἡδονὰς τῆς κοίτης μου, Αἰσχύλου Ἀγ. 1447· πρβλ. παροψὶς Ι.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mets friand ; fig. assaisonnement, agrément.
Étymologie: παρά, ὀψωνέω.
Greek Monolingual
τὸ, Α παροψωνώ
πρόσθετο εκλεκτό έδεσμα.
Greek Monotonic
παροψώνημα: -ατος, τό (ὀψωνέω), προσθήκη στο κανονικό φαγητό, ορεκτικό, λιχουδιά, μεταφ., παροψώνημα χλιδῆς, απόλαυση χλιδής, σε Αισχύλ.