ἀπόθλιψις: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόθλιψις]], η (Α)<br /><b>1.</b> το στείψιμο<br /><b>2.</b> το να εκδιωχθεί [[κάποιος]] από τη [[θέση]] που κατέχει.
|mltxt=[[ἀπόθλιψις]], η (Α)<br /><b>1.</b> το στείψιμο<br /><b>2.</b> το να εκδιωχθεί [[κάποιος]] από τη [[θέση]] που κατέχει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόθλιψις:''' -εως, ἡ, [[εξαγωγή]] μέσω πίεσης, [[εκβολή]], [[εκδίωξη]] από έναν [[τόπο]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόθλιψις Medium diacritics: ἀπόθλιψις Low diacritics: απόθλιψις Capitals: ΑΠΟΘΛΙΨΙΣ
Transliteration A: apóthlipsis Transliteration B: apothlipsis Transliteration C: apothlipsis Beta Code: a)po/qliyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A pressing, βοτρύων D.S.3.63.    II squeezing out of one's place, Luc.Jud.Voc.2.

German (Pape)

[Seite 303] ἡ, das Auspressen, D. Sic. 3, 63; Verdrängen, Luc. Iud. Voc. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόθλιψις: -εως, ἡ, τὸ ἀποθλίβειν, τὸ δι’ ἀποθλίψεως ἐξάγειν, «πάτημα», τὴν ἐν τοῖς ληνοῖς ἀπόθλιψιν τῶν βοτρύων Διόδ. 3. 63. ΙΙ. ἔκθλιψις, ἐκβολή, ἐκδίωξις, Λουκ. Δικ. Φων. 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
expulsion.
Étymologie: ἀποθλίβω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de exprimir τῶν βοτρύων D.S.3.63.
2 expulsión ἐμαυτοῦ Luc.Iud.Voc.2.

Greek Monolingual

ἀπόθλιψις, η (Α)
1. το στείψιμο
2. το να εκδιωχθεί κάποιος από τη θέση που κατέχει.

Greek Monotonic

ἀπόθλιψις: -εως, ἡ, εξαγωγή μέσω πίεσης, εκβολή, εκδίωξη από έναν τόπο, σε Λουκ.