ἀπαντίον: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπαντίον]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />ακριβώς [[απέναντι]]. | |mltxt=[[ἀπαντίον]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />ακριβώς [[απέναντι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπαντίον:''' επίρρ., ακριβώς [[απέναντι]]· ἐς τὴν [[ἀπαντίον]] [[ἀκτήν]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv., strengthd. for ἀντίον,
A like ἀπεναντίον, right opposite, ἐς τὴν ἀ. ἀκτήν Hdt.7.34, cf. Scyl.111.
German (Pape)
[Seite 279] gerade gegenüber, ἡ ἀπαντίον ἀκτή Her. 7, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαντίον: ἐπίρρ. ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀντίον, ὅμοιον τῷ ἀπεναντίον, ἀκριβῶς ἀπέναντι· εἰς τὴν ἀπ. ἀκτὴν Ἡρόδ. 7. 34: πρβλ. Σκύλακα ἐν Μυλλέρ. Γεωργ. 1. 90.
French (Bailly abrégé)
adv.
en face.
Étymologie: ἀπό, ἀντίον¹.
Spanish (DGE)
adv. enfrente ἐς τὴν ἀ. (ἀκτήν) Hdt.7.34
•en uso prep., c. gen. ἀ. αὐτῆς (πόλεως) Scyl.Per.111.
Greek Monolingual
ἀπαντίον επίρρ. (Α)
ακριβώς απέναντι.
Greek Monotonic
ἀπαντίον: επίρρ., ακριβώς απέναντι· ἐς τὴν ἀπαντίον ἀκτήν, σε Ηρόδ.