ἀπαντίον
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
Adv., strengthened for ἀντίον, like ἀπεναντίον, right opposite, ἐς τὴν ἀ. ἀκτήν Hdt.7.34, cf. Scyl.111.
Spanish (DGE)
adv. enfrente ἐς τὴν ἀ. (ἀκτήν) Hdt.7.34
•en uso prep., c. gen. ἀ. αὐτῆς (πόλεως) Scyl.Per.111.
German (Pape)
[Seite 279] gerade gegenüber, ἡ ἀπαντίον ἀκτή Her. 7, 34.
French (Bailly abrégé)
adv.
en face.
Étymologie: ἀπό, ἀντίον¹.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαντίον: Her. = ἀπαντικρύ I.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαντίον: ἐπίρρ. ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀντίον, ὅμοιον τῷ ἀπεναντίον, ἀκριβῶς ἀπέναντι· εἰς τὴν ἀπ. ἀκτὴν Ἡρόδ. 7. 34: πρβλ. Σκύλακα ἐν Μυλλέρ. Γεωργ. 1. 90.
Greek Monolingual
ἀπαντίον επίρρ. (Α)
ακριβώς απέναντι.
Greek Monotonic
ἀπαντίον: επίρρ., ακριβώς απέναντι· ἐς τὴν ἀπαντίον ἀκτήν, σε Ηρόδ.