πηγεσίμαλλος: Difference between revisions
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
(32) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[αρνί]]) αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]], [[πυκνόμαλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του [[πήγνυμι]], με [[παρέκταση]] -<i>εσι</i>- [[κατά]] τα συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] για μετρικούς λόγους <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>δασύ</i>-<i>μαλλος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />(για [[αρνί]]) αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]], [[πυκνόμαλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του [[πήγνυμι]], με [[παρέκταση]] -<i>εσι</i>- [[κατά]] τα συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] για μετρικούς λόγους <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>δασύ</i>-<i>μαλλος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πηγεσίμαλλος:''' -ον, αυτός που έχει [[πυκνά]] μαλλιά, [[ἀρνειός]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A thick-fleeced, ἀρνειός Il.3.197 ; cf. πηγός.
German (Pape)
[Seite 608] dichtwollig, mit dichtwolligem Vließe, ἀρνειός, Il. 3, 197; nach Eust. wollten es Andere »schwarzwollig« erklären.
Greek (Liddell-Scott)
πηγεσίμαλλος: -ον, ὁ πυκνὸν ἔχων μαλλόν, πυκνόμαλλος, ἀρνειὸς Ἰλ. Γ. 197· πρβλ. πηγός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l’épaisse toison.
Étymologie: πήγνυμι, μαλλός.
English (Autenrieth)
(πήγνῦμι): thickfleeced, Il. 3.197†.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για αρνί) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, πυκνόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγνυμι, με παρέκταση -εσι- κατά τα συνθ. του τύπου τερψίμβροτος για μετρικούς λόγους + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ-μαλλος].
Greek Monotonic
πηγεσίμαλλος: -ον, αυτός που έχει πυκνά μαλλιά, ἀρνειός, σε Ομήρ. Ιλ.