ῥύπτω: Difference between revisions
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
(36) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] [[κάτι]] από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[πλένω]] [[κάτι]] με [[σαπούνι]] ή με [[σταχτόνερο]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι» — αφ' ότου άρχισα να πλύνομαι, [[δηλαδή]] από την παιδική μου [[ηλικία]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥύπος]] <span style="color: red;">+</span> ενεστωτικό [[επίθημα]] <i>y</i><sup>e/</sup><i>°</i>-, πιθ. [[κατά]] το [[νίπτω]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] [[κάτι]] από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[πλένω]] [[κάτι]] με [[σαπούνι]] ή με [[σταχτόνερο]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι» — αφ' ότου άρχισα να πλύνομαι, [[δηλαδή]] από την παιδική μου [[ηλικία]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥύπος]] <span style="color: red;">+</span> ενεστωτικό [[επίθημα]] <i>y</i><sup>e/</sup><i>°</i>-, πιθ. [[κατά]] το [[νίπτω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i> ([[ῥύπος]]), [[απομακρύνω]] τη βρωμιά απ' τα ενδύματά μου, [[καθαρίζω]], [[πλένω]], σε Αριστ. — Παθ., λούζομαι, ἐξ [[ὅτου]] ἐγὼ ῥύπτομαι, από [[τότε]], από τη [[στιγμή]] από την οποία άρχισα να πλένομαι, δηλ. από [[παιδί]], από την παιδική μου [[ηλικία]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
(ῥύπος)
A cleanse, wash, esp. with soap or lye, ῥ. τὰ ἱμάτια Id.Mete.359a22; τὰν γλῶτταν Ti.Locr.100e; τὰς χεῖρας Phylotim. ap. Ath.3.79c:—Med., wash oneself, Antiph.148.3, Thphr.HP9.9.3, f.l. in Nic.Al.530; aor. ἐρρύψαντο Ph.1.613; λουομένη τὰς τρίχας ἐρρύπτετο Polyaen.8.27: prov., ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι ever since I began to wash, i.e. from my childhood, Ar.Ach. 17.
German (Pape)
[Seite 852] den Schmutz wegnehmen, reinigen, säubern, waschen, u. med. sich waschen, sich schnäuzen; ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι, Ar. Ach. 17, di. seit meiner Kindheit; Tim. Locr. 100 e; Folgde, wie Nic. Al. 469. Von den Atticisten wird ῥύπτομαι für attisch statt des hellenistischen σμήχομαι erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύπτω: (ῥύπος) ἀφαιρῶ ἀκαθαρσίαν ἀπό τινος, καθαρίζω, πλύνω, μάλιστα διὰ σάπωνος ἢ στακτῆς κονίας ἐκ τῆς τέφρας, ῥ. τὰ ἱμάτια Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 36· τὰν γλῶτταν Τίμ. Λοκρ. 100Ε· τὰς χεῖρας Φιλότιμ. παρ’ Ἀθην. 79C. - Παθ., λούομαι, Ἀντιφάνης ἐν «Μαλθακῇ» 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 3, Νικ. Ἀλεξιφ. 530· παροιμία, ἐξ ὅτου ’γὼ ῥύπτομαι, ἀφ’ ὅτου ἤρχισα νὰ νίπτωμαι, δηλ. ἐκ παιδικῆς μου ἡλικίας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 17, πρβλ. Ἰουβεν. 2. 152. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥύψαι· σμῆξαι, πλῦναι. λοιδορῆσαι, ῥοφῆσαι, καθᾶραι».
French (Bailly abrégé)
nettoyer, laver.
Étymologie: ῥύπος.
Greek Monolingual
Α
1. καθαρίζω κάτι από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει
2. (ιδίως) πλένω κάτι με σαπούνι ή με σταχτόνερο
3. παροιμ. φρ. «ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι» — αφ' ότου άρχισα να πλύνομαι, δηλαδή από την παιδική μου ηλικία (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + ενεστωτικό επίθημα ye/°-, πιθ. κατά το νίπτω.
Greek Monotonic
ῥύπτω: μέλ. -ψω (ῥύπος), απομακρύνω τη βρωμιά απ' τα ενδύματά μου, καθαρίζω, πλένω, σε Αριστ. — Παθ., λούζομαι, ἐξ ὅτου ἐγὼ ῥύπτομαι, από τότε, από τη στιγμή από την οποία άρχισα να πλένομαι, δηλ. από παιδί, από την παιδική μου ηλικία, σε Αριστοφ.