ἀποσπένδω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποσπένδω]] (Α)<br />[[σπένδω]], [[χύνω]] [[κρασί]] κάνοντας [[σπονδή]] στους θεούς.
|mltxt=[[ἀποσπένδω]] (Α)<br />[[σπένδω]], [[χύνω]] [[κρασί]] κάνοντας [[σπονδή]] στους θεούς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσπένδω:''' μέλ. <i>-σπείσω</i>, [[εκχέω]], [[χύνω]] [[κρασί]] ως [[σπονδή]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσπένδω Medium diacritics: ἀποσπένδω Low diacritics: αποσπένδω Capitals: ΑΠΟΣΠΕΝΔΩ
Transliteration A: apospéndō Transliteration B: apospendō Transliteration C: apospendo Beta Code: a)pospe/ndw

English (LSJ)

   A pour out wine, as a drink-offering, at sacrifices, εὔχετ' ἀποσπένδων Od.3.394; ὤμοσ' ἀποσπένδων 14.331; ἀ. μέθυ E.Ion1198, cf. Antipho 1.20; τινί Pl.Phd.117b:—Pass., AP5.54 (Diosc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσπένδω: μέλλ. -σπείσω, ἐκχέω οἶνον ὡς σπονδὴν, Λατ. bibare, κατὰ τὰς θυσίας, εὔχετ᾿ ἀποσπένδων Ὀδ. Ξ. 331 · ὤμοσ᾿ ἀποσπένδων Γ. 394· ἀπ. μέθυ Εὐρ. Ἴων. 1198· ὡσαύτως ἐν Ἀντιφῶντι 113. 29· τινὶ Πλάτ. Φαίδων 117Β.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπέσπεισα;
faire une libation de, acc. : τινί en l’honneur de qqn.
Étymologie: ἀπό, σπένδω.

English (Autenrieth)

only part.: pour out a libation. (Od.)

Spanish (DGE)

escanciar, libar vino en los sacrificios εὔχετ' ἀποσπένδων Od.3.394, ὤμοσ' ... ἀποσπένδων Od.14.331, ὡς δ' ἀπέσπεισαν μέθυ E.Io 1198, ἐς τρὶς ἀποσπένδω Theoc.2.43, τοῦ οἴνου πρὶν ἢ πιεῖν ἀποσπένδοντες Plu.2.655e, τοῖς θεοῖς Eratosth. en Ath.482b, ἐπειδὴ ἀπέσπεισαν Antipho 1.20
gener. escanciar de la cicuta πρὸς τὸ ἀποσπεῖσαί τινι Pl.Phd.117b
fig. en v. pas. derramarse del semen μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος AP 5.55 (Diosc.).

Greek Monolingual

ἀποσπένδω (Α)
σπένδω, χύνω κρασί κάνοντας σπονδή στους θεούς.

Greek Monotonic

ἀποσπένδω: μέλ. -σπείσω, εκχέω, χύνω κρασί ως σπονδή, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.