ἀρέομαι: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀρέομαι]] <b>ιων.</b> (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αρώμαι]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀρέομαι]] (Α) [[άρνυμαι]]<br />(μέλλ. του [[άρνυμαι]]) θα κερδίσω, θα νικήσω. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀρέομαι]] <b>ιων.</b> (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αρώμαι]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀρέομαι]] (Α) [[άρνυμαι]]<br />(μέλλ. του [[άρνυμαι]]) θα κερδίσω, θα νικήσω. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρέομαι:''' Ιων. αντί [[ἀράομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. for ἀράομαι (q.v.), v.l. in Hdt. II fut. of ἄρνυμαι (q. v.), prob. l. in Pi.P.1.75.[ᾰ].
German (Pape)
[Seite 348] ion. = ἀράομαι, Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρέομαι: Ἰων. ἀντὶ ἀράομαι, Ἡρόδ. ΙΙ. ποιητ. μέλλ. τοῦ αἴρομαι, θὰ κερδήσω, θὰ νικήσω, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 1. 75 (147).
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀράομαι.
Spanish (DGE)
v. ἄρνυμαι.
Greek Monolingual
(I)
ἀρέομαι ιων. (Α)
βλ. αρώμαι.———————— (II)
ἀρέομαι (Α) άρνυμαι
(μέλλ. του άρνυμαι) θα κερδίσω, θα νικήσω.
Greek Monotonic
ἀρέομαι: Ιων. αντί ἀράομαι.