ἀσέληνος: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσέληνος]], -ον)<br />αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης, ο [[σκοτεινός]] («νὺξ [[ἀσέληνος]]»<br />«[[ζοφώδης]] καὶ [[ἀσέληνος]] [[ἔρως]] τῆς ἁμαρτίας»). | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσέληνος]], -ον)<br />αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης, ο [[σκοτεινός]] («νὺξ [[ἀσέληνος]]»<br />«[[ζοφώδης]] καὶ [[ἀσέληνος]] [[ἔρως]] τῆς ἁμαρτίας»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσέληνος:''' -ον ([[σελήνη]]), αυτός που δεν έχει [[φεγγάρι]], [[ασέληνος]], [[νύξ]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A moonless, νύξ Th.3.22, cf. Plb.7.16.3, App.BC5.114.
German (Pape)
[Seite 369] νύξ, mondlos, finster, Anacr. 31, 12: Thuc. 3, 22; Pol. 7, 16, 3; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσέληνος: -ον, ὁ ἄνευ σελήνης, νὺξ Θουκ. 3. 22, πρβλ. Πολύβ. 7. 16, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans lune.
Étymologie: ἀ, σελήνη.
Spanish (DGE)
-ον
sin luna νύξ Th.3.22, Aen.Tact.18.13, Plb.7.16.3, D.S.11.61, App.BC 5.114, D.C.40.25.4, Polyaen.6.27.1, Iambl.Fr.12, Anacreont.33.12, Tz.Comm.Ar.1.120.3, τόποι Nic.Fr.Hist.6.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσέληνος, -ον)
αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης, ο σκοτεινός («νὺξ ἀσέληνος»
«ζοφώδης καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας»).
Greek Monotonic
ἀσέληνος: -ον (σελήνη), αυτός που δεν έχει φεγγάρι, ασέληνος, νύξ, σε Θουκ.