ἀσυμπαθής: Difference between revisions
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἀσυμπαθής]], -ές) [[συμπάσχω]]<br />[[εκείνος]] που δεν αισθάνεται [[συμπάθεια]] για κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο μη [[συμπαθής]], ο [[αντιπαθητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν θεραπεύεται με [[εγχείρηση]]. | |mltxt=-ές (AM [[ἀσυμπαθής]], -ές) [[συμπάσχω]]<br />[[εκείνος]] που δεν αισθάνεται [[συμπάθεια]] για κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο μη [[συμπαθής]], ο [[αντιπαθητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν θεραπεύεται με [[εγχείρηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσυμπᾰθής:''' -ές, αυτός που δεν έχει [[συμπάθεια]] σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A without fellow-feeling or sympathy, ἑαυτῷ Plu.Cor.21; πρός τινα Id.2.976c, cf. Phld.Herc.1251.20, Plot.2.9.16, Procl.Inst.28; πρὸς τὸν λόγον Arr.Epict.2.9.21. Adv. -θῶς D.S.13.111, Porph.Sent.32. II Medic., unaffected by an operation, Sor.2.60. III Astrol., epith. of certain ζῴδια, Cat. Cod.Astr.1.135.13. Adv.-θῶς Vett.Val.146.24.
German (Pape)
[Seite 380] ές, ohne Mitgefühl, nicht theilnehmend, τινί, mit Einem, Plut. Cor. 21; D. Sic. 13, 111; nicht übereinstimmend, πρός τι Sp.; καὶ ἀσύγκρατος Plut. adv. Col. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμπᾰθής: -ές, μὴ ἔχων συμπάθειαν, τινι Πλουτ. Κορ. 21· πρός τινα ὁ αὐτ. 2. 976C. - Ἐπίρρ. -θῶς Διόδ. 13. 111.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui manque de sympathie ou de compassion.
Étymologie: ἀ, συμπαθής.
Spanish (DGE)
-ές
I 1carente de compasión, inmisericorde, cruel de pers. ἑαυτῷ Plu.Cor.21, πρὸς ὑμᾶς Plu.2.976c, cf. Phld.Herc.1251.20.18, εἰ καὶ ἄλλως ἀσυμπαθὴς ἦν Basil.M.30.216B
•de abstr. πάθαι Eus.HE 8.12.7, τρόπος Cyr.Al.M.72.620C
•subst. εἰς ἐσχάτην ὠμότητα καὶ τὸ ἀσυμπαθές Chrys.M.57.310.
2 de pers. que no comparte un sentimiento (ἡμεῖς) ἀσυμπαθεῖς πρὸς τὸν λόγον no nos sentimos de acuerdo con el nombre (de judíos), Arr.Epict.2.9.21, ἐν τοῖς θεάτροις ἀσυμπαθέστατος ἦν D.L.4.17
•de cosas y abstr. incompatible τιμή Plot.2.9.16, de las partes del cosmos καὶ οὐκ ἀσυμπαθῆ ... τὰ μέρη θησόμεθα Synes.Prouid.2.7, (τὸ παραγόμενον) Procl.Inst.28, de los signos del zodíaco Cat.Cod.Astr.1.135.13
•carente de expresión ὀφθαλμοί Sch.A.Th.696b.
3 medic. no afectado por una operación, Sor.139.28.
II adv. -ῶς sin compasión φονεύειν ἀ. D.S.13.62, ἀ. τῶν ἠτυχηκότων D.S.13.111, κινεῖσθαι ἀ. Porph.Sent.32.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀσυμπαθής, -ές) συμπάσχω
εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια για κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
ο μη συμπαθής, ο αντιπαθητικός
αρχ.
εκείνος που δεν θεραπεύεται με εγχείρηση.
Greek Monotonic
ἀσυμπᾰθής: -ές, αυτός που δεν έχει συμπάθεια σε κάποιον, τινι, σε Πλούτ.