ἀφαμαρτοεπής: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀφαμαρτοεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που μιλάει στην [[τύχη]], απρόσεχτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αφ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>) <span style="color: red;">+</span> [[αμαρτοεπής]]].
|mltxt=[[ἀφαμαρτοεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που μιλάει στην [[τύχη]], απρόσεχτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αφ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>) <span style="color: red;">+</span> [[αμαρτοεπής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφαμαρτοεπής:''' -ές ([[ἔπος]]), αυτός που μιλά στην [[τύχη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφᾰμαρτοεπής Medium diacritics: ἀφαμαρτοεπής Low diacritics: αφαμαρτοεπής Capitals: ΑΦΑΜΑΡΤΟΕΠΗΣ
Transliteration A: aphamartoepḗs Transliteration B: aphamartoepēs Transliteration C: afamartoepis Beta Code: a)famartoeph/s

English (LSJ)

ές,

   A = ἁμαρτοεπής, talking at random, Il.3.215.

German (Pape)

[Seite 406] ές (ἔπος), in der Rede abirrend, den Zweck derselben verfehlend, Il. 3, 215.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαμαρτοεπής: -ές, ἀμαρτοεπής, «ὁ ἀποτυγχάνων τοῦ σκοποῦ τῶν λόγων» (Σχόλ.), ἐπεί οὐ πολύμυθος, οὐδ’ ἀφαμαρτοεπής Ἰλ. Γ. 215.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s’égare dans ses discours.
Étymologie: ἀφαμαρτάνω, ἔπος.

English (Autenrieth)

missing the point in speech, ‘rambling speaker,’ Il. 3.215†.

Spanish (DGE)

(ἀφᾰμαρτοεπής) -ές
que habla incorrectamente Μενέλαος ... ἀγόρευε ... μάλα λιγέως, ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ' ἀ. Menelao hablaba muy claramente, pues no era charlatán ni de lenguaje incorrecto, Il.3.215.

Greek Monolingual

ἀφαμαρτοεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλάει στην τύχη, απρόσεχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + αμαρτοεπής].

Greek Monotonic

ἀφαμαρτοεπής: -ές (ἔπος), αυτός που μιλά στην τύχη, σε Ομήρ. Ιλ.