ἄτεγκτος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτεγκτος]], -ον)<br />(για πρόσωπα) [[άκαμπτος]], [[σκληρόκαρδος]], [[αμείλικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανεπηρέαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς [[ἄτεγκτος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τεγκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[τέγγω]] «[[υγραίνω]], [[μουσκεύω]], [[μαλακώνω]]»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτεγκτος]], -ον)<br />(για πρόσωπα) [[άκαμπτος]], [[σκληρόκαρδος]], [[αμείλικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανεπηρέαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς [[ἄτεγκτος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τεγκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[τέγγω]] «[[υγραίνω]], [[μουσκεύω]], [[μαλακώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄτεγκτος:''' -ον ([[τέγγω]]), αυτός που δεν γίνεται μαλακότερος όταν βραχεί· μεταφ., αυτός που δεν μπορεί να μαλακώσει, να απαλυνθεί, [[άκαμπτος]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτεγκτος Medium diacritics: ἄτεγκτος Low diacritics: άτεγκτος Capitals: ΑΤΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: átenktos Transliteration B: atenktos Transliteration C: ategktos Beta Code: a)/tegktos

English (LSJ)

ον,

   A not to be softened by water, χαλκός Arist.Mete.385b13; κηρός Plu.2.15d (s. v. l.).    II metaph., not to be softened, παρηγορήμασιν A.Fr.348: abs., hard-hearted, relentless, S.OT336, E.HF833, Ar.Th.1047, and in late Prose, D.H.5.8, J.BJ5.9.4, Plu. TG12, Luc.DMeretr.12.3, etc. Adv. -τως, πρὸς ἔρωτας ἔχειν Philostr. Ep.5.

German (Pape)

[Seite 384] unbenetzt, unerweicht; übertr., unerbittlich, hart, δαίμων Ar. Th. 1047; Eur. Herc. fur. 833; κἀτελεύτητος Soph. O. R. 336; παρηγορήμασι, untröstlich, Aesch. frg. B. A. 6; sp. Prosa, ἄτ. καὶ ἀστένακτος Plut. superst. 13; Luc. Alex. 25; Ael. θῆρες; Mel. 93 (V, 151). Bei Arist. Meteor. 4, 9 wird es von ἄτηκτος unterschieden, χαλκὸς ἄτεγκτος, τηκτὸς δέ, nicht in Wasser auflösbar, aber schmelzbar.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut tremper, càd amollir ; dur, inflexible.
Étymologie: ἀ, τέγγω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1fís. que no se deja empapar, de naturaleza impermeable, de ahí que no se puede ablandar o que no cede al agua como una de las propiedades de algunos cuerpos sólidos, Arist.Mete.385a13, ejemplificado por χαλκός Arist.Mete.385b13, cf. ἄτεγκτοι· ἄβροχοι. σκληροί Hsch.
de ahí duro κηρός c. alusión a la que Ulises pone en los oídos de sus compañeros para insensibilizarlos, Plu.2.15d, cf. Hsch.
2 fig. que no cede, inflexible, implacable c. dat. παρηγορήμασιν A.Fr.348, c. gen. τούτων τῶν δεήσεων Plu.TG 12, c. inf. μειλιχθῆναι ἄτεγκτος Ael.NA 3.2, abs. ἄτεγκτος κἀτελεύτητος S.OT 336, καρδία E.HF 833, δαίμων Ar.Th.1047, ἄτεγκτοι, λίθων ἀπαθέστεροι I.BI 5.417, Ἔρως AP 12.132.9 (Mel.), cf. Luc.DMeretr.12.3, Hld.7.20.5, Philostr.VA 6.3, Eun.VS 472
fiero, cruel λεόντων ἄτεγκτος φύσις Callistr.7
subst. τὸ ἄ. inflexibilidad, insensibilidad τὸ σκληρὸν καὶ ἄ. τοῦ πάθους D.Chr.32.57, τὸ ἀτενὲς τῆς ὄψεως καὶ ἄ. c. el doble sent. de ojos no bañados por las lágrimas y que no se dejan conmover D.H.5.8, cf. ἄτεγκτος· ὁ μήτε δακρύων, μήτε ἱδρῶν ἀνένδοτος (cf. I 1) Hsch., y ἀτέγκτοις· ξηροῖς Hsch.
II adv. -ως inflexiblemente πρὸς ἔρωτας ἔχειν Philostr.Ep.5.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτεγκτος, -ον)
(για πρόσωπα) άκαμπτος, σκληρόκαρδος, αμείλικτος
νεοελλ.
ανεπηρέαστος
αρχ.
αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς ἄτεγκτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τεγκτός < τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω, μαλακώνω»].

Greek Monotonic

ἄτεγκτος: -ον (τέγγω), αυτός που δεν γίνεται μαλακότερος όταν βραχεί· μεταφ., αυτός που δεν μπορεί να μαλακώσει, να απαλυνθεί, άκαμπτος, σε Σοφ., Ευρ.