βοηθητέον: Difference between revisions
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
(big3_9) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[hay que socorrer]] c. dat. τοῖς τεθνεῶσι X.<i>HG</i> 6.5.10, cf. D.1.17, ἐπανόρθωσιν ἔχουσι Arist.<i>EN</i> 1165<sup>b</sup>19, τοῖς λυπουμένοις Lib.<i>Or</i>.39.1, tb. en plu. βοηθητέα [[γοῦν]] τῷ ἀνδρί Luc.<i>Lex</i>.20, c. or. final [[βοηθητέον]] ὡς τὸ κενὸν πληρώσῃς Hp.<i>Epid</i>.6.5.6. | |dgtxt=[[hay que socorrer]] c. dat. τοῖς τεθνεῶσι X.<i>HG</i> 6.5.10, cf. D.1.17, ἐπανόρθωσιν ἔχουσι Arist.<i>EN</i> 1165<sup>b</sup>19, τοῖς λυπουμένοις Lib.<i>Or</i>.39.1, tb. en plu. βοηθητέα [[γοῦν]] τῷ ἀνδρί Luc.<i>Lex</i>.20, c. or. final [[βοηθητέον]] ὡς τὸ κενὸν πληρώσῃς Hp.<i>Epid</i>.6.5.6. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βοηθητέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να βοηθήσει, σε Ξεν., Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must help, X.HG6.5.10, D.1.17, etc. II Adj. -ητέος, α, ον, Jul.Or.7.229a.
Greek (Liddell-Scott)
βοηθητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 10, Δημ. 14. 5.
Spanish (DGE)
hay que socorrer c. dat. τοῖς τεθνεῶσι X.HG 6.5.10, cf. D.1.17, ἐπανόρθωσιν ἔχουσι Arist.EN 1165b19, τοῖς λυπουμένοις Lib.Or.39.1, tb. en plu. βοηθητέα γοῦν τῷ ἀνδρί Luc.Lex.20, c. or. final βοηθητέον ὡς τὸ κενὸν πληρώσῃς Hp.Epid.6.5.6.
Greek Monotonic
βοηθητέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ξεν., Δημ.