Ἀχέρων: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[Ἀχέρων]])<br />[[ποταμός]] της Ηπείρου που πηγάζει από τις δυτικές υπώρειες του Τομάρου και χύνεται στο Ιόνιο [[πέλαγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ποταμών<br /><b>2.</b> ο [[ποταμός]] που οδηγεί στον Άδη.
|mltxt=ο (AM [[Ἀχέρων]])<br />[[ποταμός]] της Ηπείρου που πηγάζει από τις δυτικές υπώρειες του Τομάρου και χύνεται στο Ιόνιο [[πέλαγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ποταμών<br /><b>2.</b> ο [[ποταμός]] που οδηγεί στον Άδη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ἀχέρων:''' -οντος, ὁ ([[ἄχος]]), ο Αχέροντας, ο [[ποταμός]] των στεναγμών (πρβλ. Κωκυτός), [[ένας]] από τους ποταμούς του Κάτω Κόσμου, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀχέρων Medium diacritics: Ἀχέρων Low diacritics: Αχέρων Capitals: ΑΧΕΡΩΝ
Transliteration A: Achérōn Transliteration B: Acherōn Transliteration C: Acheron Beta Code: *)axe/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ,

   A Acheron, river in the nether world, Od.10.513, etc.; of other rivers, Th.1.46, Str.6.1.5, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀχέρων: -οντος, ὁ, (ἄχος) ποταμὸς τῶν στεναγμῶν, (πρβλ. Κωκυτός), εἶς τῶν ποταμῶν τοῦ κάτω κόσμου, Ὀδ. Κ. 513, πρβλ. Ἀποσπ. ἐν Valck. Diatr. σ. 17. ΙΙ. ὄνομα ποταμοῦ ἐν Θεσπρωτίᾳ, Θουκ. 1. 46· και ἄλλου ἐν Καμπανίᾳ, πρβλ. Στράβωνα 243, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
Achéron :
1 fl. des enfers;
2 fl. de Thesprotie.
Étymologie: DELG parallèles balt. ou sl. signifiant « marais, lac ».

English (Autenrieth)

οντος: Acheron, river of the nether world, into which flow Pyriphlegethon and Cocȳtus, Od. 10.513†.

English (Slater)

ᾰχέρων river of the underworld.
   1 Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά (P. 11.21) κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν (N. 4.85) ]δ' εἰς [Ἀ]χέροντα[ (supp. Lo bel) Πα. 22e. 9. βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος sc. the gods fr. 143. 3.

Spanish (DGE)

-οντος, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
Aqueronte
I como hidrónimo
1 mit., río del Hades Od.10.513, Sapph.65.10, 95.13, Alc.38a.2, 8, B.Fr.60.18, Pi.P.11.21, N.4.85, Fr.143, S.Fr.523.3, Timocr.5.3, Melanipp.3.1, Licymn.3b, Pl.Ax.371b, A.R.1.644, Theoc.17.47, AP 7.488 (Mnasalc.), 7.732 (Theodorid.), 7.181 (Andronic.), Euph.9.13, Paus.10.28.1, Nonn.D.12.143.
2 en Tesprótide, nace al sur de Dodona y tras su curso subterráneo desemboca, formando una laguna, en el actual Fanari, Scyl.Per.30, Hdt.5.92, 8.47, Th.1.46, Str.7.7.5, Paus.1.17.5.
3 de Bitinia, desemboca cerca de Heraclea, junto al promontorio Aquerusio, A.R.2.355, 743, 901.
4 en Italia, posiblemente el Caronte, confluye con el Busento a 2 km. de Cosenza, Str.6.1.5.
5 en Trifilia, afluente del Alfeo cerca de Pilos, Str.8.3.15.
II rey de la Heraclea del Ponto, padre de Dardanis, Andro Teius 1
padre de Ascálafo, Apollod.1.5.3.

• Etimología: Etim. dud. Se deriva gener. de un *ἄχερος ‘laguna’, ‘lago’ y rel. c. lit. ẽžeras, ãžeras, aprus. assaran, aesl. jezero ‘lago’, aunque no se acepta unánimemente.

Greek Monolingual

ο (AM Ἀχέρων)
ποταμός της Ηπείρου που πηγάζει από τις δυτικές υπώρειες του Τομάρου και χύνεται στο Ιόνιο πέλαγος
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων ποταμών
2. ο ποταμός που οδηγεί στον Άδη.

Greek Monotonic

Ἀχέρων: -οντος, ὁ (ἄχος), ο Αχέροντας, ο ποταμός των στεναγμών (πρβλ. Κωκυτός), ένας από τους ποταμούς του Κάτω Κόσμου, σε Ομήρ. Οδ.