αὐτοσίδηρος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτοσίδηρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἅμιλλα]] [[αὐτοσίδηρος]]» — [[μονομαχία]] με σιδερένιο [[σπαθί]] (<b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[αὐτοσίδηρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἅμιλλα]] [[αὐτοσίδηρος]]» — [[μονομαχία]] με σιδερένιο [[σπαθί]] (<b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐτοσίδηρος:''' [ῐ], -ον, αυτός που προέρχεται από καθαρό σίδηρο, το [[χτύπημα]] του ξίφους, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], Dor. -ᾱρος,, ον,
A of sheeriron, ἅμιλλα αὐ. 'with cold steel', E.Hel.356 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 402] ganz von Eisen, Eur. Hel. 356.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσίδηρος: -ον, ἐξ αὐτοῦ τοῦ σιδήρου, σιδηροῦς, ἅμιλλα αὐτ., κτύπημα ξίφους, Εὐρ. Ἑλ. 356.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout de fer.
Étymologie: αὐτός, σίδηρος.
Greek Monolingual
αὐτοσίδηρος, -ον (Α)
φρ. «ἅμιλλα αὐτοσίδηρος» — μονομαχία με σιδερένιο σπαθί (Ευρ.).
Greek Monotonic
αὐτοσίδηρος: [ῐ], -ον, αυτός που προέρχεται από καθαρό σίδηρο, το χτύπημα του ξίφους, σε Ευρ.