γέεννα: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[γέεννα]])<br />ο [[τόπος]] της μελλοντικής τιμωρίας τών αμαρτωλών, η [[κόλαση]]. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(εβρ.)</b> <i>ge</i>-<i>hinnom</i>).
|mltxt=η (AM [[γέεννα]])<br />ο [[τόπος]] της μελλοντικής τιμωρίας τών αμαρτωλών, η [[κόλαση]]. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(εβρ.)</b> <i>ge</i>-<i>hinnom</i>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''γέεννα:''' -ης, ἡ, Εβρ. gê-hinnôm, δηλ. η [[κοιλάδα]] Εννόμ, η οποία αντιπροσώπευε τον [[τόπο]] της μελλοντικής τιμωρίας, της κόλασης, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέεννα Medium diacritics: γέεννα Low diacritics: γέεννα Capitals: ΓΕΕΝΝΑ
Transliteration A: géenna Transliteration B: geenna Transliteration C: geenna Beta Code: ge/enna

English (LSJ)

ης, ἡ, Hebr.

   A gé-hinnóm, the valley of Hinnom, which represented the place of future punishment, Ev.Matt.5.22, al.

German (Pape)

[Seite 478] ἡ, hebräisches W., die Hölle, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

γέεννα: -ης, -ἡ, Ἑβραϊκὴ λέξις σύνθετος, g ê-hinnôm, κοιλὰς Ἐννόμ, ἥτις παρίστα τὸν τόπον τῆς μελλούσης κολάσεως, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
géhenne, symbole de destruction complète ; lieu de torture.
Étymologie: hébreu ge–hinnom « Vallée de Hinnom » ; actuel ouadi er-Rababi.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): γέννα Orac.Sib.1.103, Thdt.H.Rel.13.16
hebr. gë-hinnöm, el valle del Hinnom, infierno ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός Eu.Matt.5.22, ἐξαποτῖσαι εἰς γένναν μαλεροῦ λάβρου πυρὸς ἀκαμάτοιο Orac.Sib.l.c., τῆς γεέννης τὸ βάθος Thdt.H.Rel.31.7, cf. 13.16, 26.25, 31.8, Io.Iei.Serm.M.88.1961B
op. βασιλεία Mac.Aeg.Hom.40.3.

English (Strong)

of Hebrew origin (גָּיְא and הִנֹּם); valley of (the son of) Hinnom; ge-henna (or Ge-Hinnom), a valley of Jerusalem, used (figuratively) as a name for the place (or state) of everlasting punishment: hell.

Greek Monolingual

η (AM γέεννα)
ο τόπος της μελλοντικής τιμωρίας τών αμαρτωλών, η κόλαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < (εβρ.) ge-hinnom).

Greek Monotonic

γέεννα: -ης, ἡ, Εβρ. gê-hinnôm, δηλ. η κοιλάδα Εννόμ, η οποία αντιπροσώπευε τον τόπο της μελλοντικής τιμωρίας, της κόλασης, σε Καινή Διαθήκη